Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Δικαίωμα της μειοψηφίας των μετόχων

Στο άρθρο 141 §5 ν. 4548/2018 καθιερώνεται δικαίωμα της μειοψηφίας των μετόχων στην ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με το οποίο μέτοχος ή μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 (ή μικρότερο ποσοστό, όχι όμως μικρότερο του 1/40, εφόσον υπάρχει σχετική καταστατική πρόβλεψη κατά την §13 του ίδιου άρθρου) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να αιτηθούν από τον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και ουσιαστικά να επιβάλουν σε αυτόν την εφάπαξ αναβολή λήψης απόφασης οποιασδήποτε φύσης από τη γενική συνέλευση είτε για όλα είτε για ορισμένα θέματα της ημερήσιας διάταξης, για χρονικό διάστημα έως είκοσι ημέρες, ανεξαρτήτως του είδους της γενικής συνέλευσης, ως τακτικής ή έκτακτης. Ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης (ratio) της ρύθμισης έγκειται στη νομοθετική πρόθεση να παρασχεθεί στη μειοψηφία των μετόχων η ευκαιρία μιας καλύτερης προετοιμασίας αναφορικά με τα καίρια ζητήματα της ανώνυμης εταιρίας, που πρόκειται να συζητηθούν στη γενική συνέλευση, αλλά και η αντιμετώπιση των τυχόν αιφνιδιασμών, που μπορούν να προκαλέσουν πρωτοβουλίες της πλειοψηφίας. Με τη ρύθμιση αυτή εξισορροπούνται, έτσι, τα πιθανώς αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Από τη μία πλευρά επιτρέπεται στη μειοψηφία να προπαρασκευάσει τη συμμετοχή της στη γενική συνέλευση καλύτερα, ώστε να αποφευχθεί η λήψη επιζήμιων γι’ αυτήν αποφάσεων (π.χ. επί ζητημάτων απαλλαγής μελών του διοικητικού συμβουλίου, επειδή δεν έχει συγκεντρώσει τα αναγκαία στοιχεία) ή αιφνιδιασμοί της από την πλειοψηφία, η οποία, ελέγχοντας το διοικητικό συμβούλιο, ευχερώς δύναται να προβεί σε διατύπωση π.χ. με αόριστο τρόπο της ημερήσιας διάταξης, προκειμένου να υφαρπάξει τις επιθυμητές γι’ αυτήν αποφάσεις. Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά, ο περιορισμός της μίας μόνο αναβολής ανά θέμα και των είκοσι ημερών, εντός των οποίων πρέπει να συγκληθεί η γενική συνέλευση μετ’ αναβολή, στοχεύει στην αντιμετώπιση της ενδεχομένως σκόπιμης, παρελκυστικής συμπεριφοράς της μειοψηφίας, επ’ ωφελεία τόσο της πλειοψηφίας, όσο και της ίδιας της εταιρίας, που μπορεί να βλάπτεται από την καθυστέρηση στη λήψη σημαντικών ή επειγουσών αποφάσεων (βλ. ΤρΕφΘεσ 1710/2019, ΜΕφΔωδ 120/2019 ΤΝΠ NOMOS).

Κατά τη νομολογιακή θέση που φαίνεται να έχει επικρατήσει, η υποβολή της αίτησης αναβολής δεν προϋποθέτει την προηγούμενη συγκρότηση της γενικής συνέλευσης σε σώμα, αλλά το αίτημα μπορεί να υποβληθεί ακόμα και στον προσωρινό πρόεδρο της γενικής συνέλευσης, μετά την έναρξη της συνεδρίασής της, οπότε, όμως, και θα πρέπει να διαβιβασθεί στον οριστικό πρόεδρο της γενικής συνέλευσης, πριν τη λήψη απόφασης επί του συγκεκριμένου θέματος, προκειμένου το αίτημα να κριθεί από τον τελευταίο ως μόνο αρμόδιο κατά τον νόμο (έτσι ΜΕφΔωδ 120/2019 ό.π., ΠΠρΘεσ 3074/2017 ΕΕμπΔ 2018.309). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα μπορεί να υποβληθεί στον προσωρινό πρόεδρο και πριν από τη γενική συνέλευση [βλ. Π. Δρακόπουλο σε Ε. Περάκη, Το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας-Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΝ 2190/1920-Άρθρα 36-143, 3η εκδ. (2013), άρθρο 39 αριθ. 129]. Στην περίπτωση αυτή ο προσωρινός πρόεδρος της γενικής συνέλευσης θα τη διαβιβάσει στον οριστικό, ο οποίος και θα αποφανθεί επ’ αυτής. Η γενική συνέλευση δεν έχει αρμοδιότητα, πάντως, να αποφανθεί με ψηφοφορία στο αίτημα αναβολής (Χ. Λιβαδά σε Γ. Σωτηρόπουλο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο ν. 4548/2018, άρθρο 148 αριθ. 48, σελ. 1952-1953). Βέβαια, αν και η αίτηση της μειοψηφίας αφορά την αναβολή λήψης απόφασης ενός ή περισσοτέρων ή όλων των θεμάτων και όχι την αναβολή συζήτησης ή συνεδρίασης, η γενική συνέλευση μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να αποφασίσει και την αναβολή της συζήτησης ή της συνεδρίασης (έτσι ΤρΕφΘεσ 395/2017 ΕπισκΕΔ 2017.514).

Υποχρεωτικά στοιχεία της αίτησης είναι ο προσδιορισμός των θεμάτων, για τα οποία ζητείται η αναβολή της λήψης απόφασης και ο προσδιορισμός της ημερομηνίας στην οποία ζητείται η μετάθεση της ψηφοφορίας, που δεν μπορεί να απέχει διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ημερών από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, κατά την οποία υποβάλλεται το αίτημα (βλ. Χ. Λιβαδά σε Γ. Σωτηρόπουλο, ΔικΑΕ, άρθρο 148 αριθ. 49, σελ. 1953). Η αίτηση δεν είναι αναγκαίο να περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία άσκησης του δικαιώματος, αφού η άσκησή του δε συνδέεται από το νόμο με οποιαδήποτε αιτία, ούτε είναι δυνατή η εξέταση της σκοπιμότητας άσκησης αυτού (ΤρΕφΘεσ 1710/2019 ό.π., ΜΕφΔωδ 120/2019 ό.π.). Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως ή προφορικά στον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης, ο οποίος υποχρεούται, εφόσον οι δικαιούμενοι μέτοχοι μειοψηφίας ή οι πληρεξούσιοί τους αποδεικνύουν τη μετοχική τους ιδιότητα, να αναβάλει τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση για τα θέματα για τα οποία ασκείται το δικαίωμα και να ορίσει ημερομηνία συνέχισης της συνεδρίασης (βλ. Χ. Λιβαδά σε Γ. Σωτηρόπουλο, ΔικΑΕ, άρθρο 148 αριθ. 47, σελ. 1952). Σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος αναβολής του μετόχου ή των μετόχων της μειοψηφίας, τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα αν ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης δεσμεύεται από την προτεινόμενη από τη μειοψηφία ημερομηνία αναβολής. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι, αναμφίβολα, αποφατική όταν στην αίτηση των μετόχων τίθεται είτε μια εξαιρετικά σύντομη ημερομηνία, είτε μεγαλύτερη από εκείνη που ορίζει η §5 του άρθρου 141 ν. 4548/2018 είτε ανύπαρκτη ημερομηνία (λ.χ. 29 Φεβρουαρίου σε μη δίσεκτο έτος). Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και όταν είναι αδύνατη η συνεδρίαση της συνέλευσης για πρακτικούς ή τεχνικούς λόγους κατά την ημερομηνία που προτείνουν οι μέτοχοι (π.χ. ο χώρος διεξαγωγής της δεν είναι διαθέσιμος κατά την ημερομηνία εκείνη και δεν είναι εύκολο μέσα σε σύντομο χρόνο να ανευρεθεί άλλος χώρος). Σε αυτές τις περιπτώσεις ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης μπορεί να ορίσει ο ίδιος την ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης (βλ. Χ. Λιβαδά σε Γ. Σωτηρόπουλο, ΔικΑΕ, άρθρο 148 αριθ. 49, σελ. 1953), αρκεί η ημερομηνία που θα επιλέξει να είναι είτε μεταγενέστερη της εξαιρετικά σύντομης που προτείνουν οι μέτοχοι, είτε η απώτερη χρονικά στο πλαίσιο του εικοσαημέρου, όταν προτείνεται ημερομηνία που εκφεύγει του πλαισίου αυτού, είτε η επόμενη της ανύπαρκτης που προτείνεται από τη μειοψηφία, ώστε να διασφαλίζονται με τον πλέον αποτελεσματικότερο τρόπο τα δικαιώματα των αιτούντων μετόχων. Επιπλέον ο πρόεδρος της συνέλευσης θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από την αίτηση, όταν επιλέγει μεταγενέστερη χρονικά από την προτεινόμενη ημερομηνία αναβολής και οι μέτοχοι της μειοψηφίας δεν έχουν λόγο να εναντιωθούν στη συγκεκριμένη ημερομηνία, αφού σε αυτή την περίπτωση θα έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για να προετοιμαστούν και να ενημερωθούν πληρέστερα για τα θέματα της γενικής συνέλευσης. Σε καμία άλλη περίπτωση, όμως, θα μπορούσε να αναγνωριστεί στον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης η δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από την αίτηση της μειοψηφίας όσον αφορά την ημερομηνία αναβολής και ιδίως να ορίσει συντομότερη ημερομηνία για τη μετ’ αναβολή συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης από εκείνη που αιτούνται οι μέτοχοι της μειοψηφίας. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και όταν ανακύπτει οποιοσδήποτε λόγος προσδιορισμού της μετ’ αναβολή συνεδρίασης σε συντομότερη ημερομηνία, ο πρόεδρος δεν έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποκλίνει από το περιεχόμενο της αίτησης και να επιλέξει μια πιο σύντομη ημερομηνία για τη συνέχιση της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης, αλλά, αντίθετα, δεσμεύεται από την προτεινόμενη ημερομηνία από τους μετόχους της μειοψηφίας, αρκεί αυτή να εντάσσεται στο προβλεπόμενο στο νόμο πλαίσιο των είκοσι ημερών. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση ανταποκρίνεται στο δικαιολογητικό λόγο θέσπισης της ρύθμισης που καθιερώνει το δικαίωμα της μειοψηφούσας ομάδας να αιτηθεί την αναβολή λήψης απόφασης για όλα ή ορισμένα θέματα της ημερήσιας διάταξης από τη γενική συνέλευση, καθότι, με την πλήρη αποδοχή του αιτήματος, παρέχεται στους μετόχους της μειοψηφίας η δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα ή να ενημερωθούν πληρέστερα για ένα ή ορισμένα θέματα, κατά περίπτωση, της γενικής συνέλευσης ώστε να είναι σε θέση να λάβουν τεκμηριωμένα την απόφασή τους για τον τρόπο με τον οποίο θα ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου και μάλιστα στο χρονικό πλαίσιο που οι ίδιοι έχουν κρίνει ως απαιτούμενο για την προετοιμασία τους. Με την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση θωρακίζεται αποτελεσματικότερα το σχετικό δικαίωμα και ικανοποιείται ο σκοπός για τον οποίο τέθηκε από το νομοθέτη η διάταξη που το καθιερώνει. Παράλληλα, η ερμηνευτική αυτή εκδοχή συμβαδίζει με το γενικότερο πνεύμα που περιβάλλει το προστατευτικό πλαίσιο για τα δικαιώματα μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρία, το οποίο, επειδή ακριβώς η μειοψηφία ως μόνο τρόπο προστασίας διαθέτει τα αποσπασματικά προβλεπόμενα στο νόμο δικαιώματά της, επιτάσσει τη στενή, υπέρ της μειοψηφίας και της προστασίας των δικαιωμάτων της, ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων (πρβλ. ΤρΕφΘεσ 1710/2019 ό.π.). Συνεπώς, ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης οφείλει κατά κανόνα να αποδεχτεί το αίτημα αναβολής, όπως υποβάλλεται. Αν, λοιπόν, το δικαίωμα ασκήθηκε νόμιμα και παρ’ όλα αυτά αγνοήθηκε ή απορρίφθηκε μη νόμιμα από τον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και η γενική συνέλευση προχώρησε στη συνέχεια στη λήψη απόφασης επί των θεμάτων, για τα οποία είχε ζητηθεί η αναβολή, η απόφαση αυτή της γενικής συνέλευσης επί των ζητημάτων που τέθηκαν στη συνέχεια σε ψηφοφορία είναι ακυρώσιμη, λόγω παράβασης κανόνων σχετικών με τη διαδικασία, καθότι λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο (άρθρο 137 §1 ν. 4548/2018).

 Στην περίπτωση, όμως, που η παθογένεια στη διαδικασία εντοπίζεται όχι στην απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αλλά στην κατόπιν μερικής αποδοχής του αναβολή της υπόθεσης όχι στην προταθείσα ημερομηνία, αλλά σε συντομότερη, που ορίστηκε από τον πρόεδρο, τίθεται το ερώτημα του αν ακυρώσιμη είναι μόνο η απόφαση για την αναβολή (σε κοντινότερη ημερομηνία) ή και η απόφαση της γενικής συνέλευσης για την ουσία των ζητημάτων που τέθηκαν σε ψηφοφορία στη μετ’ αναβολή ορισθείσα συνεδρίαση. Με την υιοθέτηση της δεύτερης εκδοχής το ελάττωμα της αρχικής απόφασης για την αναβολή εξακολουθεί να βαραίνει και τη μετ’ αναβολή συνεδρίαση, της οποίας η απόφαση δύναται να προσβληθεί για τον ίδιο λόγο, όπως και η πρώτη, χωρίς να συντρέχει λόγος για την επίκληση νέων ελαττωμάτων της δεύτερης αυτής συνεδρίασης, με εξαίρεση την περίπτωση που η τυχόν αναντίρρητη και ανεπιφύλακτη παράσταση των μετόχων μειοψηφίας, των οποίων το αίτημα αναβολής είχε προηγουμένως μερικά ικανοποιηθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση, ερμηνευθεί ως παραίτηση από το δικαίωμά τους να αιτηθούν την ακύρωση της σχετικής απόφασης. Η δεύτερη αυτή εκδοχή πρέπει να προκριθεί ως ορθότερη για τους ακόλουθους λόγους: Το υποβαλλόμενο αίτημα της αναβολής αποσκοπεί στη μετάθεση του χρόνου λήψης της απόφασης της γενικής συνέλευσης για τα ζητήματα που τίθενται σε ψηφοφορία. Η απόφαση της αναβολής δεν έχει αυτοτελή αξία, αφού καμία μεταβολή επιφέρει σε διαχειριστικό, εκπροσωπευτικό ή εταιρικό επίπεδο· αντίθετα αντλεί τη χρησιμότητα και την αποστολή της από την επί της ουσίας απόφαση της γενικής συνέλευσης, στην προπαρασκευή της οποίας αποσκοπεί, με τη χρονική τοποθέτησή της σε σημείο κατάλληλο για την προετοιμασία του μετόχου μειοψηφίας, πριν τη συμμετοχή του στην επί της ουσίας λήψη απόφασης. Όταν, συνεπώς, υποβάλλεται αίτημα αναβολής στον πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και αντί της επιλογής της προτεινόμενης απώτερης ημερομηνίας, εντός του πλαισίου της προθεσμίας των είκοσι ημερών, ορίζεται από τον τελευταίο κοντινότερη ημερομηνία, ως ακυρώσιμη παρίσταται όχι μόνο η απόφαση για την αναβολή (επί των θεμάτων, για τα οποία ζητήθηκε η αναβολή), αλλά και η μετ’ αναβολή ορισθείσα, κατά την οποία λαμβάνονται οι επί της ουσίας αποφάσεις για το ίδιο θέμα, πολύ περισσότερο που ρητά εξαγγέλλεται στο νόμο ότι η μετ’ αναβολή οριζόμενη γενική συνέλευση αποτελεί όχι νέα συνέλευση, αλλά συνέχεια της προηγούμενης. Όπως, λοιπόν, σε περίπτωση ολικής απόρριψης του αιτήματος αναβολής, οι αποφάσεις της αρχικής συνέλευσης για την ουσία των θεμάτων, για τα οποία είχε ζητηθεί η αναβολή, θα ήταν ακυρώσιμες, έτσι και στην περίπτωση της συνέχισης της ίδιας συνεδρίασης σε κατά παράβαση του νόμου ορισθείσα ημερομηνία, οι ίδιες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης θα βαρύνονται με το ίδιο ελάττωμα, ώστε αρκεί μόνο η προσβολή τους ως ακυρώσιμες, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και πρόσθετων λόγων ακυρωσίας. Μόνη η ακύρωση της αναβλητικής απόφασης καμία αποτελεσματική προστασία θα μπορούσε να προσφέρει στο μέτοχο της μειοψηφίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, που, παρά την εμφιλοχωρούσα ελαττωματικότητα στη διαδικασία, δε θα απαλλασσόταν από το βάρος να αποδυθεί σε έναν αγώνα για την προσβολή της νεότερης απόφασης με επίκληση νέων λόγων, χωρίς να αντλεί οφέλη από την έγκυρη προσβολή της αρχικής απόφασης (βλ. ΤρΕφΘεσ 1710/2019 ό.π.). Ακριβέστερα, εξάλλου, η αρχική απόφαση για την αναβολή αποτελεί κατά το νόμο απόφαση του προέδρου της γενικής συνέλευσης και όχι απόφαση της γενικής συνέλευσης, ως σώματος, με αποτέλεσμα μία απόφαση να υφίσταται επί αναβολής και συγκεκριμένα αυτή που λήφθηκε στη μετ’ αναβολή ορισθείσα συνεδρίαση (ΠΠρΘεσ 3074/2017 ό.π.) [1].

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: [email protected]

[1] απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 116/2022 αποφάσεως του ΜΠΡ ΦΛΩΡΙΝΑΣ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

Πηγή άρθρου