Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής «αν ασκηθεί έφεση … η απόφαση εξαφανίζεται» προς το άρθρο 535 του ίδιου Κώδικα «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση … εξαφανίζεται», προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης εφέσεως, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ’ ουσίαν. Πραγματικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά αβάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εκ του λόγου αυτού ακριβώς, παρέχεται στο διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε στον πρώτο βαθμό, το δικαίωμα να αναστρέψει με μόνη την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως την εν απουσία αυτού εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, ώστε, μετά την εξαφάνιση αυτής, να ερευνηθεί εκ νέου η ουσία της υποθέσεως στον δεύτερο βαθμό με τη συμμετοχή όλων των διαδίκων μερών και να μη στερηθεί ο διάδικος αυτός της δυνατότητας προβολής των πραγματικών ισχυρισμών, τους οποίους κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προτείνει πρωτοδίκως.
Περαιτέρω, η αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ορίζει ότι η εξαφάνιση επέρχεται «μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφανίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η απόμακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή ότι, με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολό της, αλλά μόνον ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης αποφάσεως που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως: α) αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, β) αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος, που δικάσθηκαν πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλουν ως λόγο έφεσης, την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της, γ) επί αγωγής, η οποία έγινε δεκτή ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους, αν ο εναγόμενος παραπονείται μόνο κατά του κεφαλαίου επί του οποίου επιδικάστηκαν τόκοι, η απόφαση εξαφανίζεται μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, δ) αν με την έφεση ο εναγόμενος προβάλει μόνο καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, όπως είναι η ένσταση εξοφλήσεως ή παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ως βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της. Έτσι, αν ο λόγος εφέσεως συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ο συλλογισμός καταστρώσεως της πρωτόδικης αποφάσεως ανακόπτεται εξ υπαρχής και η απόφαση εξαφανίζεται ολοσχερώς.
Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι για να επέλθει το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος εφέσεως είναι βάσιμος, αν όμως ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, αόριστος ή αλυσιτελής απορρίπτεται και η απόφαση δεν εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (Σ. Σ α μ ο υ ή λ «Η έφεση», έκδοση 2003, αριθ. 228 δ, σ. 99, Κ ε ρ α μ έ α – Κ ο ν δ ύ λ η – Ν ί κ α , ΚΠολΔ, συμπλήρωμα 2003, άρθρο 528, σ.68).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 912 ΚΠολΔ, εάν μια δικαστική απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ο διάδικος που ηττήθηκε δικαιούται να ζητήσει από το Δικαστήριο που την εξέδωσε την αναστολή της εκτελέσεώς της (είτε απειλείται, είτε άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση), με σχετική αίτησή του, αφού η ως άνω διάταξη δεν προϋποθέτει έναρξη εκτελέσεως, αλλά απλώς εκτελεστότητα. Προϋπόθεση χορηγήσεως της αναστολής είναι να έχει ασκηθεί, από τον ηττηθέντα διάδικο, παραδεκτώς ανακοπή ή έφεση κατά της αποφάσεως και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου αυτών, οπότε τότε μόνο το Δικαστήριο, για τη χορήγηση ή μη της αναστολής, ερευνά αθροιστικώς και τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης από την εκτέλεση της αποφάσεως στο πρόσωπο του αιτούντος, η οποία (βλάβη) άλλως (δηλ. αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε απαραδέκτως ή αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμησή του), δεν ερευνάται. Ειδικότερα, επί ασκηθείσης εφέσεως κατά προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αιτήσεως εξαρτάται από την πιθανολόγηση βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως και λόγω της εξαφανίσεως τής αποφάσεως που πρόκειται να εκτελεσθεί. Το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για το λόγο αυτό απαιτείται επιπροσθέτως η πιθανολόγηση της συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως ή της αποτροπής επικειμένου κινδύνου [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
[1]. Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 21/2015 αποφάσεως του Πολ.Πρ.Αθ. δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ