Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Προσβολή προσωπικότητας και συκοφαντική δυσφήμηση

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών έργων ή του επαγγέλματος του.

Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδήλωσεις σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000,   333/2010, 356/2010, 1007/2010). Εξάλλου η προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή παράλειψη αυτού προσβάλλεται δικαίωμα του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, όπως αυτές των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ, που προστατεύουν την τιμή και την υπόληψη κάθε ανθρώπου.

Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και στη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, ως διάδοση νοείται η μετάδοση της ανακοίνωσης, που γίνεται από άλλον. O ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να λαμβάνουν χώρα ενώπιον τρίτου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΠΚ, χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια, η οποία ανακοινούμενη σε τρίτον μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη φυσικού προσώπου. Το γεγονός, σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, πρέπει να είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Αντίθετα, κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί που  εκφράζονται αυτοτελώς και δεν συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της δυσφήμησης. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, οσάκις, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας (ΑΠ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1095/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 325/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1220/2017 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ) . Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914,  919,  920 και 932 του ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 του ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποιήσεως το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το βαθμό πταίσματος του υποχρέου, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου (ΑΠ 654/2009 α`δημ. ΝΟΜΟΣ) . Oι ως άνω συμπαρομαρτούσες συνθήκες λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή στοιχεία, των οποίων η παράθεση να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το δικαστήριο αποφασίζει γι’ αυτά με μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο ελεύθερη κρίση (ΑΠ 1166/2009 α`δημ. ΝΟΜΟΣ), που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 284/2012, ΑΠ 79/2010 α`δημ. ΝΟΜΟΣ) . Το δικαστήριο, επομένως, κατά τον προσδιορισμό αυτής, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, αλλά ούτε με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, δηλαδή, την αποκατάσταση της τρωθείσας με την αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης (ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔ/νη 46.1649, ΑΠ 1337/2008 α`δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2006 ΕλλΔ/νη 47.740, ΑΠ 1642/2005 ΕλλΔ/νη 47.187, ΕφΑΘ 825/2007 ΕλλΔ/νη 2007.953, ΕφΘεσ 142/2004 Αρμ 2005.1221)

Τέλος, στην έννοια του «τρίτου» των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σ’ αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτού. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ` αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο Πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους,  δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως, δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της αξιολόγησης κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Επιπροσθέτως, ενόψει του χαρακτήρος της συκοφαντικής δυσφημήσεως ως εγκλήματος αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, η διακινδύνευση της τιμής και υπολήψεως είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς (το αντίθετο θα τυγχάνει και δικαστικής επικύρωσης η αθωότητά του), είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήσαν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα, (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, με την έννοια που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 362,   363 ΠΚ, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική δίκη, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων στην πολιτική δίκη.

Άλλωστε, για τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Τυχόν αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εξάρτηση της ασκήσεώς του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής ή ανθεκτικότητας του προτιθέμενου να το ασκήσει στο ενδεχόμενο καταμηνύσεώς του, για τούτο και μόνον, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, δια της θεώρησης των εκπροσώπων της Δικαστικής Λειτουργίας ως «τρίτων». Επομένως, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Η δε ανωτέρω ερμηνευτική αμφισβήτηση επιλύθηκε νομοθετικά με τις διατάξεις των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 Ν.5090/2024 [1].

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: [email protected]

[1] Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 1240/2024 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

 

Πηγή άρθρου