Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδαφ. α’, 222, 308 παρ. 1 και 522 του ΚΠολΔικ, συνάγονται τα ακόλουθα: Με την άσκηση της αγωγής, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία. Όταν επέλθει δε η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν δε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί η εισαγωγική της νέας δίκης αγωγή, αναστέλλεται, ακόμη και αυτεπάγγελτα, η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη.
Η εκκρεμοδικία διαρκεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής. Η ίδια ξαναρχίζει με την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω οριστικής απόφασης και μέσα στα όρια της έφεσης, ήτοι εφόσον με την έφεση πλήττεται η επί της αγωγής διάταξη της απόφασης, διαρκεί δε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως.
Προϋποθέσεις προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς είναι η ύπαρξη ταυτότητας (α) διαφοράς και στις δύο δίκες, δηλαδή στην αρχική και στη δεύτερη, υπό την έννοια ότι απαιτείται ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, (β) αιτήματος και (γ) διαδίκων. Ταυτότητα αιτήματος, ως προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας, υπάρχει και όταν για το ίδιο δικαίωμα έχει προηγηθεί η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής και στη συνέχεια ασκείται αναγνωριστική, γιατί η πρώτη έχει ευρύτερο αντικείμενο, που καθιστά περιττή την εκδίκαση της δεύτερης και συνεπώς, επιτυχώς προβάλλεται ένσταση εκκρεμοδικίας, αφού το αντικείμενο της δεύτερης δίκης αποτελεί εξ ολοκλήρου και αντικείμενο της πρώτης (ΑΠ 34/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Α.Π, Β. Βαθρακοκοίλης «Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔικ» 222 αριθ. 8).
Τέλος, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 520 παρ. 1, 522 και 525 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, έχει εξουσία, όπως, επί τη βάση των πρωτοδίκως γενομένων αιτήσεων και προτάσεων, εξετάσει κάθε προβαλλόμενο με την έφεση σφάλμα της ενώπιον αυτού προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς το νομικό, διαδικαστικό και πραγματικό μέρος της, εφόσον το σφάλμα αυτό ανοίγεται στις με την έφεση προσβαλλόμενες διατάξεις. Επομένως, αν με την έφεση διατυπώνεται παράπονο ότι, παρά την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την περί της εκκρεμοδικίας αυτής προβληθείσα ένσταση του εκκαλούντος, η οποία άγει κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔικ στην αναστολή της δίκης μέχρι περατώσεως της εκκρεμούς όμοιας, αποτελεί τούτο παραδεκτό λόγο εφέσεως (Σαμουήλ Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολΔικ» εκδ. 6η παρ. 540 περιπτ. ιβ σελ. 225 – 226) [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
[1] Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 153/2022 αποφάσεως του Μον.Εφ.Αθηνών