Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου

Στις διατάξεις των άρθρων 90, 93, 94, 107 και 119 του ν. 2362/1995 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (Α` 247) ορίζονται τα εξής:

  • Άρθρο 90: Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου.

«6. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την αναγνώριση του τίτλου πληρωμής αντίστοιχα».

  • Άρθρο 93: Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου.

«Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) …β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι μηνών από την χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ) …. δ)…ε)…στ)…».

  • Άρθρο 107: Παραγραφή των αξιώσεων που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη του παρόντος νόμου.

«1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του.2..».

  • Άρθρο 119 `Εναρξη ισχύος.

«Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1996, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.»

Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 108 και του άρθρο 110 του ν. 2362/1995      καταργήθηκαν με το άρθρο 177 Ν.4270/2014, ΦΕΚ Α  143/28.6.2014, σύμφωνα με το οποίο: “Οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά στις καταργούμενες κατά τα ανωτέρω διατάξεις νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. 2. Οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την έκδοση των κανονιστικών πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του παρόντος νόμου”.

Ειδικότερα, στα άρθρα 140, 177 και 183 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α` 143), το πρώτο εκ των οποίων εντάσσεται στο Υποκεφάλαιο 12 του Κεφαλαίου Β` του Μέρους Δ` του νόμου, ορίζονται τα εξής:

  • Άρθρο 140: Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου.

«6. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής αντίστοιχα».

  • Άρθρο 177 Καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις.

«1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις: α. των άρθρων 1 έως και 108 και του άρθρου 110 του ν. 2362/1995 β.,.γ.,.δ. Οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά στις καταργούμενες κατά τα ανωτέρω διατάξεις νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.».

  • Άρθρο 183 Έναρξη ισχύος

«1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από την 1.1.2015, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτές ή στην επόμενη παράγραφο.2. Ειδικότερα: «α…β…γ. Οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 του Κεφαλαίου Β` του Μέρους Δ` ισχύουν για απαιτήσεις του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη μετά την 1.1.2015, καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή.».

Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και όλου του νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται και του σκοπού που εξυπηρετούν, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθμ. 111/2021 Γνωμοδότησή του απεφάνθη τα κάτωθι:

«Με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 6 του ν. 2362/1995 προβλέφθηκε πενταετής παραγραφή για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ήδη, με το άρθρο 177 του ν. 4270/2014 η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 6 του ν. 2362/1995 καταργήθηκε και στη θέση της θεσπίστηκε το άρθρο 140 του ανωτέρω νόμου, που έχει το ίδιο περιεχόμενο με την καταργηθείσα. Η διάταξη, όμως, αυτή, όπως και όλες οι διατάξεις του υποκεφαλαίου 12 του κεφαλαίου Β` του μέρους Δ του ν. 4270/2014, όπου εμπίπτει, ισχύουν για απαιτήσεις κατά του Δημοσίου που γεννώνται μετά την 1.1.2015. Επομένως, οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά το διάστημα από 1.1.1996 έως 31.12.2014, όπως είναι εκείνες για τις οποίες υποβλήθηκε το ερώτημα, εξακολουθούν να διέπονται από τις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 2362/1995.

 Η θεσπιζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις πενταετής παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου που έχουν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση είναι συντομότερη από την παραγραφή (20ετή) που θεσπίστηκε με το άρθρο 86 παρ. 3 του ν. 2362/1995 (και ακολούθως με το άρθρο 136 παρ. 3 του ν. 4270/2014) για τις αντίστοιχες αξιώσεις του Δημοσίου κατά των τρίτων, αλλά και με την παραγραφή (20ετή) που θεσπίζει για τις αξιώσεις που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η γενική διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα αποβλέπει στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του κράτους, που επιτυγχάνεται με την ταχεία εκκαθάριση των υποχρεώσεων του δημοσίου. Επιπλέον, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής είναι εύλογος, από την άποψη ότι παρέχει επαρκή χρόνο στον επιμελή διάδικο για την διεκδίκηση των αξιώσεών του, έτσι ώστε να μην καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του. Για τους λόγους αυτούς έχει κριθεί ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν παρίσταται δυσανάλογος προς τους σκοπούς της παραγραφής ως θεσμού του δικαίου (ΣτΕ 2851/2017, ΣτΕ 54/2016, ΕφΠειραιά 106/2020 επίσης πρβλ. ΑΕΔ 9/2009, 1, 2, 25/2012 και ΑΠ 285/2013, ΝΟΜΟΣ).

 Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 6 του ν. 2362/1995 (και στην αντίστοιχη του άρθρου 140 παρ. 6 του ν. 4270/2014) ορίζεται ότι η πενταετής παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης, δηλαδή από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (ΣτΕ 369/2018, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 848/2003, ΣτΕ 4125/1999 πρβλ. ΑΠ 89/2002, ΕλλΔνη 2002, σελ. 10561057, Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Γενικές Αρχές, άρθρο 268, αριθ. 6, σελ. 470). Ως προς τις προϋποθέσεις της τελεσιδικίας ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, ως τέτοια απόφαση θα πρέπει να θεωρηθεί εκείνη που αποφαίνεται τελειωτικά επί της όλης υπόθεσης και τερματίζει ολοκληρωτικά τη δίκη στο συγκεκριμένο βαθμό, εκείνη, δηλαδή, με την οποία έχουν απαντηθεί οριστικά και τελεσίδικα όλες οι αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας και όχι η εν μέρει οριστική απόφαση που αποφαίνεται τελεσίδικα επί ορισμένων μόνο κεφαλαίων ή κονδυλίων, η οποία άλλωστε δεν προσβάλλεται αυτοτελώς με αίτηση αναίρεσης, αλλά συμπροσβάλλεται με την τελειωτική απόφαση (ΣτΕ 1595/2020, 3320/2017, 2531/2017, 1538/2016). Η θέση αυτή εναρμονίζεται με την αρχή που ισχύει στη διοικητική δίκη, περί της μη συμπλήρωσης της παραγραφής εν επιδικία. Η αρχή αυτή γίνεται παγίως δεκτή από τη νομολογία (ΣτΕ 4381/2014, 1287/2013, 848/2003, 4125/1999) και διατυπώνεται πλέον ρητά στη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει εκ νέου από την τελεσίδικη περάτωση ή την κατάργηση της δίκης (ΣτΕ 369/2018, 2655/2013).

 Εξάλλου, η διακοπή της παραγραφής χρηματικής απαίτησης κατά του Δημοσίου επέρχεται μόνο με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 93 του ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων με την υποβολή αίτησης για πληρωμή της απαίτησης στην αρμόδια δημόσια αρχή (περ. β) ή με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης (περ. γ). Ειδικότερα, από τη διατύπωση της διάταξης της περίπτωσης β του άρθρου 93 του ν. 2362/1995 συνάγεται ότι η δημόσια υπηρεσία, στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για την πληρωμή της απαίτησης, θα πρέπει να είναι καθ’ ύλην αρμόδια και ότι αίτηση απευθυνόμενη σε αναρμόδια αρχή δεν συνεπάγεται διακοπή της παραγραφής (Κ. ΡίΖος, Παραγραφές, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019, σελ. 91, Σουλτανίδου – Ζολώτας, Παραγραφές υπέρ και κατά του Δημοσίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ. 222, Β. Παπαχρήστου, Παραγραφή υπέρ και κατά του Δημοσίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1996, παρ. 110, πρβλ. ΑΠ 138/2012). Γίνεται, όμως, δεκτό (Κ. Ρίζος, ο.π. Β. Παπαχρήστου ο.π) ότι η διακοπή της παραγραφής επέρχεται και όταν η διοικητική αρχή είναι αρμόδια προς επίλυση ζητήματος αποτελούντος την βάση ή την προϋπόθεση της διαφοράς ή αρμόδια για την παρεμπίπτουσα επίλυση. Επίσης, υποστηρίζεται ότι, ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 4 παρ. 1 εδ γ ΚΔΔιαδ (ν. 2690/1999), που προβλέπει την υποχρέωση του αναρμόδιου οργάνου να παραπέμπει τις σχετικές αιτήσεις του διοικούμενου στην αρμόδια αρχή, η σχετική αίτηση νομίμως υποβάλλεται και σε αναρμόδια αρχή, η οποία υποχρεούται να την παραπέμψει στην αρμόδια (Κατράς, Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Γενικών Αρχών Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 723)».

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: [email protected]

Πηγή άρθρου