Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Απαιτούμενες επιδόσεις του αποσπάσματος στο Δημόσιο

Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του “Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου” (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ., “μόνον αι προς τον Υπουργό Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867  γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης” (ΑΠ 2067/2009 σε areiospagos.gr). Ήδη, όμως, σύμφωνα με άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4389/2016 ,«1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) [στο εξής η «Αρχή»], με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της» ενώ  με το άρθρο 36 § 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’, 97) και 85 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του νδ 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του νδ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Οι δε διατάξεις αυτές σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου νόμου, ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017». Από τις διατάξεις αυτές του ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 1-1-2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας, τόσο στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών.

Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012,  Εφ.Πατρ. 301/2021, ΜΕφΠειραιά 538/2020 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αρμόδιος για την παραλαβή του εγγράφου και την υπογραφή της Σύνθεσης είναι ο Πρόεδρος του ΝΣΚ, ο οποίος όμως μπορεί με πράξη του να εξουσιοδοτήσει νομικό σύμβουλο ή πάρεδρο να παραλαμβάνουν και υπογράφουν με εντολή του εκθέσεις επίδοσης προς το Δημόσιο. Η επίδοση γίνεται μόνο στο οίκημα όπου εδρεύει το ΝΣΚ, ώστε να μην είναι δυνατή η επίδοση σε άλλον τόπο (άρθ. 6 I κ.δ. 26.6./10.7.1944, άρθ. 19 § 28 ν. 2386/1996), όπως π.χ. απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών και κατά μείζονα λόγο σε άλλο πρόσωπο, όπως π.χ. σε πάρεδρο του ΝΣΚ ο οποίος είχε παρασταθεί σε προηγούμενη συζήτηση ως αντικλήτου, εφόσον ο τελευταίος δεν είναι εξουσιοδοτημένος από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ για την παραλαβή δικογράφων. Τα ανωτέρω αφορούν την επίδοση δικογράφων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και η κλήση για συζήτηση, όπως και η δικαστική απόφαση.

Τέλος, η επίδοση προς τον Υπουργό Οικονομικών απαιτείται ακόμη και για την πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού κατά το άρθρο 979 § 1 ΚΠολΔ, πλην όμως προκειμένου για εξώδικα έγγραφα, δεν είναι υποχρεωτική η επίδοση τους στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά μπορούν να κοινοποιηθούν σε οποιοδήποτε όργανο εκπροσωπεί το δημόσιο στην εκάστοτε περίσταση. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, η οποία αποβλέπει στην εξασφάλιση και προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου, σαφώς προκύπτει, ότι ο τρίτος που επισπεύδει πλειστηριασμό είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού πριν από 10 ή 20 ημέρες από το χρόνο του πλειστηριασμού, αναλόγως αν πρόκειται για εκπλειστηριαζόμενο κινητό ή ακίνητο, στους διευθυντές των Δημοσίων Ταμείων στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η κατά το χρόνο συντάξεως του οικείου προγράμματος κατοικία και το κατάστημα του καθού επισπεύδεται ο πλειστηριασμός οφειλέτη και ότι σε περίπτωση παράλειψης αυτής της υποχρεώσεως ο πλειστηριασμός, αν διενεργηθεί, θα είναι άκυρος (ΑΠ 133/93, 1031/96, 1474/91). Χωρίς κοινοποίηση συντρέχει σχετική ακυρότητα του πλειστηριασμού υπέρ του Δημοσίου που απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση επί ανακοπής που ασκείται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ (Α. Γέροντας/Α. Ψάλτης, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, 3η έκδ., 2016, άρθ. 54, σ. 589-590, υποσ. 731). Η ακυρότητα αυτή ισχύει μόνον υπέρ του Δημοσίου και μπορεί να προταθεί μόνο από αυτό και, επομένως, δεν μπορεί προταθεί από ΝΠΔΔ, υπέρ των οποίων εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, διότι η υποχρέωση τήρησης των παραπάνω επιδόσεων έχει τεθεί προς το συμφέρον του Δημοσίου. Διαφορετικά, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού και την ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή, του Δημοσίου αλλά και τυχόν τρίτων αναγγελθέντων δανειστών. Κατά το εδ. 3, δεν απαιτείται κοινοποίηση του αντιγράφου της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών, ενώ σημειώνεται ότι κατά δε το άρθρο 55 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, «…ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο Πλειστηριασμός, δι` αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας».  Το συγκεκριμένο εδάφιο τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 9 του ν. 4038/2012 και μάλιστα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4038/2012, επισημάνθηκε ότι «Η επιπρόσθετη επίδοση αντιγράφων της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών: α) είναι περιττή, β) επιβαρύνει ασκόπως την κεντρική υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) δημιουργεί πρόσθετα έξοδα στους επισπεύδοντες τον πλειστηριασμό και δ) προκαλεί ζημία στους καταταγέντες δανειστές – μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο – καθόσον η προεκταθείσα δαπάνη επιδόσεως αφαιρείται ως έξοδο εκτελέσεως από το πλειστηρίασμα κατά τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως δανειστών».  Συνεπώς, πλέον αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης και του προγράμματος πλειστηριασμού δεν κοινοποιείται πλέον στον Υπουργό Οικονομικών αλλά διενεργείται μόνο μια επίδοση στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.  Επισημαίνεται ότι η μνεία της αιτιολογικής έκθεσης στο ότι  η «επιπρόσθετη επίδοση αντιγράφων της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών» καταλαμβάνει την επίδοση του παλαιότερου άρθρου 999 ΚΠολΔ (νυν άρθρο 995 παρ. 4 ΚΠολΔ) στο δημόσιο ως ενυπόθηκου δανειστή, αφού μέχρι την θέσπιση του 4038/2012, η επίδοση του προγράμματος/αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στον Υπουργό Οικονομικών έβρισκε έρεισμα μόνο σε μια νομοθετική διάταξη σε αυτή του τότε άρθρου 999 ΚΠολΔ. Κατά λογική αναγκαιότητα, συνεπώς, η εν λόγω τροποποίηση αποσκοπούσε να ρυθμίσει μόνο το ζήτημα  της έως τότε προβλεπόμενης υποχρέωσης επίδοσης του προγράμματος στον Υπουργό Οικονομικών μόνο στην περίπτωση που το Ελληνικό Δημόσιο ήταν ενυπόθηκος δανειστής. Εκ τούτων παρέπεται ότι, όταν το Δημόσιο έχει εγγράψει υποθήκη στο πλειστηριαζόμενο ακίνητο του οφειλέτη και επισπεύδεται ο πλειστηριασμός από τρίτο, πρέπει ο επισπεύδων για την εγκυρότητα του πλειστηριασμού να προβεί σε μία κοινοποίηση, ήτοι προς το διευθυντή του δημόσιου ταμείου της περιφέρειας της κατοικίας και του τόπου ασκήσεως του επαγγέλματος του καθού η εκτέλεση οφειλέτη βάσει του ΚΕΔΕ (ΑΠ 439/2004 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑνΚρήτης 127/2023).

 

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος

[email protected]

Πηγή άρθρου