Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Σύμβαση υπέρ τρίτου: Διάκριση γνήσιας

Κατά τη διάταξη του άρθρου 410 ΑΚ «αν κάποιος δεχθεί υπόσχεση παροχής υπέρ τρίτου, μπορεί ν’ απαιτήσει να καταβάλει στον τρίτο αυτός που υποσχέθηκε». Σύμβαση υπέρ τρίτου γεννάται εφόσον οι συμβαλλόμενοι συμφωνήσουν να επέλθει κάποιο νομικό αποτέλεσμα υπέρ τρίτου προσώπου, που δεν μετέσχε στην κατάρτιση της σύμβασης, τούτο δε, πρέπει να προκύπτει από τη σύμβαση. Πρόκειται επομένως για τριμερή (τριγωνική) συμβατική σχέση. Στη σύμβαση υπέρ τρίτου ονομάζεται υποσχεθείς αυτός που δεσμεύεται να προβεί σε κάποια παροχή (που μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη) προς τον τρίτο, δέκτης της υπόσχεσης το άλλο μέρος της σύμβασης (αντισυμβαλλόμενος) που δέχεται την υπόσχεση του πρώτου για παροχή και τον τρίτος αυτός στον οποίο οι δύο πρώτοι συμφωνούν να γίνει καταβολή της παροχής. Η σχέση που συνδέει τον υποσχεθέντα με τον δέκτη της υπόσχεσης, ονομάζεται σχέση κάλυψης, ενώ η σχέση μεταξύ τρίτουκαι το δέκτη της υπόσχεσης, σχέση αξίας. Η οποιαδήποτε υποσχετική σύμβαση (αμφοτεροβαρής ή ετεροβαρής) μπορεί να καταρτιστεί με τη μορφή της σύμβασης υπέρ τρίτου, δηλαδή με κάποια από τις παροχές να κατευθύνεται προς τρίτο μη συμβαλλόμενο μέρος. Ανάλογα αν κατά το περιεχόμενο της σύμβασης υπέρ τρίτου θα αποκτήσει ο τρίτος άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα, μπορώντας να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα απευθείας εκπλήρωση της παροχής, ή μόνο ο δέκτης της υπόσχεσης θα μπορεί να αξιώσει από τον υποσχεθέντα την παροχή προς τον τρίτο, διακρίνεται η σύμβαση υπέρ τρίτου σε γνήσια και μη γνήσια.

Μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ή νόθος ή ατελής, καταχρηστική ή εξουσιοδοτική) υπάρχει όταν μόνο ο δέκτης της υπόσχεσης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα την εκπλήρωση της συμφωνημένης παροχής στον τρίτο. Ο τρίτος δεν αποκτά κανένα άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα και συνεπώς δεν μπορεί να εγείρει ευθέως αξιώσεις κατά του υποσχέθεντος. Ο υποσχεθείς αυτή τη δέσμευση αναλαμβάνει και καταβάλλοντας στον τρίτο εκπληρώνει την υποχρέωσή του απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του και ελευθερώνεται. Το δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης δεν προϋποθέτει απόδειξη δικού του συμφέροντος για την εκπλήρωση στον τρίτο. Οι σχέσεις του δέκτη της υπόσχεσης με τον τρίτο όχι μόνο δεν επηρεάζουν τον υποσχεθέντα, αλλά δεν απαιτείται καν να τις γνωρίζει ο τελευταίος. Σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης, ο δέκτης της υπόσχεσης δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση της παροχής στον τρίτο με όποιο περιεχόμενο αυτή έχει (δηλαδή και με τις δευτερογενείς απαιτήσεις) και συνεπώς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση λόγω υπερημερίας ή αδυναμίας παροχής ή να απαιτήσει το περιελθόν και γενικά να ασκήσει όλα τα από το νόμο αναγνωρισμένα σχετικά δικαιώματα.

Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άλλως τέλεια ή δικαιωματική), η οποία είναι και το αντικείμενο της ρύθμισης των ΑΚ 410 επ., υπάρχει όταν ο τρίτος έχει άμεσα και αυτοτελώς δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα την παροχή. Άρα, εκτός από το δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης να απαιτήσει την καταβολή προς τον τρίτο, υφίσταται και ένα ανεξάρτητο δικαίωμα του ίδιου του τρίτου να απαιτήσει την καταβολή από αυτόν που υποσχέθηκε (βλ. Λιτζερόπουλο, ΕρμΑΚ, Εισαγ.410-415 αρ.2, Α. Γεωργιάδη εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, ΙΙ, αρθ.410, 1979, αρ.6 επ., σ.426, επ., Ι. Καράκωστα, ΕρμηνΑΚ, αρθρ.410,2006 αρ. 1219 επ., σ. 668 επ., ΑΠ 104/2007 ΧρΙΔ 2007.314, ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπισκΕΔ 2009,730, ΕφΑθ 5161/2006 ΕπισκΕΔ 2006.848)[1].

Στην περίπτωση δε, ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ματαιώνει την καταβολή της παροχής, από αυτόν που υποσχέθηκε (ασφαλιστή) και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη – εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 338 και 336 ΑΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα[2], στρεφόμενος κατ` αυτού με αγωγή κατ` άρθρο 411 ΑΚ (ΑΠ 1265/2021, 74/2016, 13/2015).

Πριν από τη ματαίωση της παροχής και ωσότου επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, το δικαίωμα του ασφαλισμένου τελεί υπό αναβλητική αίρεση (ΑΚ 201) και ο δικαιούχος έχει το προαναφερθέν δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του και είναι απαλλοτριωτό (ΑΠ 629/1978, 239/1962). Κατά το άρθρο 207 παρ.1 του ΑΚ η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε σε δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματά της, επομένως δε, και ότι β) όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση, που πληρώθηκε ή που την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (πλασματική πλήρωση), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα. Για την κατά τα ανωτέρω πλασματική πλήρωση της αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά του ζημιουμένου από την πλήρωση, και δη πράξη ή παράλειψη, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου συνεκτιμάται και το ενδεχόμενο πταίσμα, στην περίπτωση δε, ειδικότερα, της παράλειψης, κατά κανόνα δεν θα υφίσταται τέτοια αντίθεση (στην καλή πίστη) αν δεν υπάρχει υποχρέωση προς ενέργεια από το νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 178/2012), ως χρόνος δε πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης θεωρείται αυτός που θα πληρωνόταν η αίρεση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρακωλυτική συμπεριφορά του ωφελούμενου από τη ματαίωσή της (ΑΠ 122/2014, 1274/1993). Εάν ο δικαιούχος αντιληφθεί τη ματαίωση της παροχής πριν από τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του εργοδότη αιτούμενος να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του να αποζημιωθεί, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση δηλαδή επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ή, εάν το ποσό του ασφαλίσματος είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένο ή προσδιορίσιμο, να υποχρεωθεί βάσει του άρθρου 69 παρ. 1ε, 2 ΚΠολΔ ο εργοδότης να του καταβάλει ως αποζημίωση το συγκεκριμένο ποσόν μόλις πληρωθεί η αίρεση, ενώ δεν δικαιούται να ζητήσει την καταβολή αποζημιώσεως από τον εργοδότη προώρως προτού πληρωθεί η αίρεση. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που ο ασφαλιστικός κίνδυνος αφορά την αποχώρηση του δικαιούχου από την εργασία λόγω συνταξιοδοτήσεως και δεν διαφοροποιούνται έστω και εάν το αίτημα καταβολής αποζημιώσεως από τον εργοδότη πριν την αποχώρηση του δικαιούχου επιχειρείται να θεμελιωθεί με την αγωγή επί ασφαλιστικής αναλογιστικής μελέτης[3].

Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος

email: [email protected]

[1] Βλ. 3825/2011 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[2] Βλ. 1301/2013 ΑΠ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[3] Βλ. 55/2024 ΑΠ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

Πηγή άρθρου