Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που σκοπό έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 § 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεση, όχι δε, οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων ή από τον νόμο, ακόμη και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί.
Εξάλλου, ο εκ του άνω αριθμού λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, εάν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Τέτοια δε, περίπτωση απόρριψης του σχετικού ισχυρισμού συντρέχει και όταν το δικαστήριο της ουσίας αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ’ ουσίαν εκ του πράγματος τον προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς εκείνα που συνιστούν την ιστορική του βάση, έστω και εάν η απόρριψή του δεν είναι ρητή (Ολ. ΑΠ 25/2003, Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 1080/2020, ΑΠ 268/2019, ΑΠ 1262/2018) [1450/2021 ΑΠ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: [email protected]