Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Περιπτώσεις ακυρωσίας απόφασης Γενικής Συνέλευσης

Με το Ν.4858/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιριών» (ΦΕΚ Α` 104/13-06-2018), που άρχισε να ισχύει από την 01η-01-2019 (άρθ.190) διατηρήθηκε το βασικό σχήμα ελαττωμάτων των αποφάσεων της ΓΣ που ίσχυσε με τον προϊσχύσαντα Κ.Ν.2190/1920 και ρυθμίστηκε η ακυρωσία τούτων, η ακυρότητα αλλά και το ανυπόστατο, περίπου όπως είχαν ρυθμιστεί με τον Ν.3604/2007 που αναμόρφωσε τα άρθρα 35α, 35β και 35γ Κ.Ν. 2190/1920. Έτσι, ελαττώματα που οδηγούν σε ακυρωσία είναι η παράβαση της διαδικασίας, η μη παροχή πληροφοριών και η καταχρησπκότητα της απόφασης, σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του άρθρου 137 κατά τις οποίες : «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 138 και 139, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. 2. Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε : α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που αφορούν το θέμα της ληφθείσας απόφασης, και ζητήθηκαν κατά το άρθρο 141 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση της απόφασης, σύμφωνα με την παράγραφο 3, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, με τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα.».

Έτσι, ακυρώσιμη απόφαση που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό είναι στις ακόλουθες ενδεικτικά περιπτώσεις : α) όταν η απόφαση της ΓΣ λήφθηκε χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο ή το καταστατικό απαρτία ή πλειοψηφία, β) όταν η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση των χρηστών ηθών. Πρόκειται για τη λεγάμενη εξωγενή ανηθικότητα. Την περίπτωση δηλ. που η αντίθεση στα χρηστά ήθη προκύπτει όχι από το περιεχόμενο της απόφασης ΓΣ, οπότε η απόφαση ΓΣ θα ήταν άκυρη (άρθ.138), αλλά στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολόγησης, από τις συνοδεύουσες την απόφαση περιστάσεις και, ιδίως, από τον σκοπό και το κίνητρο της απόφασης των προσώπων που την έλαβαν. Σε αυτή την περίπτωση, είναι πιθανό η απόφαση να λήφθηκε κατά κατάχρηση της πλειοψηφίας και να εμπίπτει στο πραγματικό της παρ.2 του άρθ.137. Πάντως, αυτή η περίπτωση πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση της άκυρης απόφασης της ΓΣ κατ’ άρθρο 138, διότι το περιεχόμενο της δεν αντίκειται κατ’ αρχάς στο νόμο (βλ. Δ. Χριστοδούλου σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.4548/208, τομ.2, έκδ.2020, άρθ.137, αριθ.11, σελ.1871, Α. Μπεχλιβάνης, σε Β. Αντωνόπουλο – Σπ. Μούζουλα, Ανώνυμες Εταιρίες, τομ. ΙΙ, έκδ.2013, άρθ.35α, αριθ.2, 4, σελ.685). Ακυρώσιμη είναι, ακόμη, η απόφαση ΓΣ που δεν συγκλήθηκε νόμιμα. Ως σύγκληση της ΓΣ νοείται το σύνολο των διαδικαστικών πράξεων πρόσκλησης των μετόχων σε συνέλευση με σκοπό τη λήψη απόφασης επί συγκεκριμένων θεμάτων (βλ. ΠΠρΑθ 453/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 Η μη νόμιμη σύγκληση, στην οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 137 παρ.1, αποτελεί διαδικαστικό ελάττωμα της απόφασης της ΓΣ και η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται, όταν, πάντως υπήρξε σύγκληση, η οποία, όμως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου ή του καταστατικού. Αν δεν υπάρχει σύγκληση, το ελάττωμα της απόφασης της ΓΣ είναι βαρύτερο και συνέπεια έχει την ακυρότητα της απόφασης της ΓΣ σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ.1. Δεν υπάρχει σύγκληση ΓΣ, αν δεν υπήρξε πρόσκληση προερχόμενη από την εταιρία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της ΓΣ και η οποία δημοσιεύθηκε κατά το νόμο και το καταστατικό (άρθ. 138 παρ.2). Έτσι, η σύγκληση της ΓΣ δεν είναι νόμιμη, κατά το άρθρο αυτό, ενδεικτικά όταν η πρόσκληση προέρχεται από ΔΣ που δεν έχει εκλεγεί νομίμως (βλ. ΑΠ 1392/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 4907/2017 ΕπισκΕΔ 2018.110), όταν η ΓΣ συνεκλήθη κατόπιν ελαττωματικής απόφασης του ΔΣ με θέμα τη σύγκληση της ΓΣ, διότι π.χ. το ΔΣ συνεδρίασε σε τόπο άλλον από εκείνον που προβλέπεται στο νόμο και το καταστατικό και εξαιτίας του ελαττώματος δεν υπήρχε έγκαιρη και επαρκής πληροφόρηση των μετόχων (άρθ. 137 παρ.5 περ. δ`), ή όταν η ΓΣ συνεκλήθη από μεμονωμένα μέλη του ΔΣ χωρίς απόφαση του ΔΣ (βλ. άρθ. 138 παρ.2 εδ. β`) ή όταν η ΓΣ έχει συγκληθεί με πρόσκληση, η οποία δεν περιέχει τις πληροφορίες, που απαιτεί το άρθρο 121 παρ.3 και 4 (οίκημα με ακριβή διεύθυνση, χρονολογία και ώρα συνεδρίασης, θέματα ημερήσιας διάταξης, μέτοχοι που έχουν δικαίωμα συμμετοχής κ.λπ.).

Ακυρώσιμη είναι, ακόμη, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθ.137, η απόφαση ΓΣ που λήφθηκε χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν από μετόχους σύμφωνα με το άρθρο 141. Η διάταξη ακολουθεί την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 35α παρ.2 περ. α` του Κ.Ν.2190/1920 με μια σημαντική προσθήκη. Στη νέα διάταξη διευκρινίζεται ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν και δεν χορηγήθηκαν, θα πρέπει να αφορούν το θέμα της επίμαχης απόφασης. Ο λόγος ακυρωσίας του άρθρου 137 παρ.2 περ. α` τυγχάνει εφαρμογής, όταν το αίτημα περί παροχής πληροφοριών έχει υποβληθεί από το μέτοχο προσηκόντως και εντός των προθεσμιών που τάσσονται στο άρθρο 141 (λ.χ. προφορικό αίτημα μετόχου δεν συνιστά νόμιμο αίτημα σύμφωνα με το άρθ.141 παρ.6). Εξάλλου, το άρθρο 146 παρ.1 εδ. α` ήδη περιορίζει το δικαίωμα του κάθε μετόχου να ζητεί πληροφορίες για τις εταιρικές υποθέσεις αναφέροντας ότι η υποχρέωση του ΔΣ για χορήγηση των πληροφοριών υφίσταται στο μέτρο που αυτές είναι σχετικές με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.  Εξάλλου, το ΔΣ μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών για αποχρώντα ουσιώδη λόγο, ο οποίος αναγράφεται στα πρακτικά.

Το άρθρο 137 παρ.2 περ. α` αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις αιτήσεως και χορηγήσεων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 141. Ο Ν.4548/2018, όμως, περιέχει και άλλες διατάξεις, που προβλέπουν δικαίωμα πληροφόρησης των μετόχων ή της ΓΣ, όπως το άρθ.123 παρ.1 και 2. Η διατύπωση του άρθρου 137 παρ.2 περ. α` οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ευθέως στην περίπτωση παράβασης των υπολοίπων διατάξεων και προσβολής των εκεί προβλεπομένων δικαιωμάτων πληροφόρησης. Στο προϊσχύσαν δίκαιο, είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι το άρθρο 35α παρ.2 περ. α` Κ.Ν. 2190/1920 μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικά ή κατ’ αναλογία δικαίου σε κάθε περίπτωση παράβασης δικαιώματος πληροφόρησης. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση παράβασης υποχρέωσης πληροφόρησης των μετόχων, εκτός του άρθρου 141, η ακυρωσία μπορεί να θεμελιωθεί σε κατά περίπτωση αναλογική εφαρμογή του άρθρου 137 παρ.2 εδ. α`, και συγκεκριμένα ως διαδικαστική πλημμέλεια στη λήψη της απόφασης, διότι η παροχή πληροφοριών αποτελεί στοιχείο της διαδικασίας λήψης της απόφασης. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και η νέα διάταξη του άρθρου 137 παρ.5 περ. ε`, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η ακύρωση απόφασης εξαιτίας της πλημμελούς ή της μη τήρησης, μεταξύ άλλων, του άρθρου 123 παρ.3 έως 5. Ο νόμος, όμως, επιτρέπει a contrario την ακύρωση αποφάσεων της ΓΣ, οι οποίες ελήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 123 παρ.1 και 2, δηλ. κατά παράβαση της υποχρέωσης πληροφόρησης των μετόχων επί των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των σχετικών εκθέσεων του ΔΣ και των ελεγκτών (βλ. Δ. Χριστοδούλου σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.4548/2018, τομ.2, έκδ.2020, άρθ.137, αριθ.22, σελ.1878).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 τταρ.2 περ. β` ακυρώσιμη είναι η απόφαση ΓΣ, που λαμβάνεται κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ. Ο νομοθέτης υπήγαγε την αντίθεση της απόφασης ΓΣ στο άρθρο 281 ΑΚ στη ρύθμιση της ακυρωσίας και όχι της ακυρότητας καίτοι αποτελεί ελάττωμα του περιεχομένου της απόφασης (βλ. άρθρο 138 παρ.1). Ο λόγος είναι ότι μια απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί με ευκολία και αμεσότητα ως καταχρηστική χωρίς ad hoc δικαστική κρίση. Πρόκειται για ειδική ρύθμιση, η οποία εισάγει εξαίρεση στη ρύθμιση του άρθ.174 ΑΚ αναγνωρίζοντας και τις ιδιαιτερότητες της απόφασης της ΓΣ ως δικαιοπραξίας σε σχέση με τις κοινές δικαιοπραξίες. (βλ. Δ. Χριστοδούλου, σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, ό.π., άρθ.137, αριθ.24, σελ.1879). Η διάταξη αναφέρεται στην κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, η οποία θίγει τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Δεν θεμελιώνει καταχρηστικότητα κάθε τυχόν ιδιοτέλεια της πλειοψηφίας, που ποσβάλλει τυχόν συμφέροντα της μειοψηφίας. Η απόφαση της ΓΣ είναι ακυρώσιμη λόγω κατάχρησης της εξουσίας της πλειοψηφίας, όταν προσβάλλει χωρίς αποχρώντα λόγο νόμιμα συμφέροντα των μετόχων ή τα προσβάλλει με αποχρώντα λόγο αλλά κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Έτσι, προκειμένου να κριθεί ως καταχρηστική η άσκηση της εξουσίας της, αποκλειστική επιδίωξη της πλειοψηφίας πρέπει να είναι η ενίσχυση της δικής της θέσεως και, αντιστοίχως, η αποδυνάμωση της θέσεως της μειοψηφίας (βλ. ΕφΑθ 7120/2004 ΔΕΕ 2005.300, ΠΠρΑΘ 23/2018 ΕΕμττΔ 2018.576, ΠΠρΑΘ 14/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 6907/2009 Αρμ 2010.865). Αντιθέτως, όταν με την απόφαση της ΓΣ επέρχεται και ωφέλεια της εταιρίας, δυσκολότερα μπορεί να γίνει δεκτή κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, έστω κι αν επέρχεται συγχρόνως, ωφέλεια της πλειοψηφίας ή και βλάβη της μειοψηφίας (βλ. ΠΠρΑΘ 23/2018 ΕΕμπΔ 2018.567, ΠΠρΑΘ 14/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε αυτή την περίπτωση, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι πρέπει να εξετάζεται και η αναλογικότητα του οφέλους για την εταιρία σε σχέση με τη βλάβη της μειοψηφίας. Ακύρωσιμη, λ.χ. είναι η απόφαση ΓΣ περί αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας, όχι, όμως, προκειμένου να αντιμετωπιστεί κάποια ειδική ανάγκη της εταιρίας, αλλά με σκοπό την αλλοίωση ης μετοχικής συνθέσεως και την αποδυνάμωση της μειοψηφίας και ενώ η πλειοψηφία γνωρίζει ότι η μειοψηφία δεν δύναται οικονομικά να μετάσχει στην αύξηση (βλ. ΠΠρΑΘ 5885/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακυρώσιμη μπορεί να είναι και η απόφαση ΓΣ περί αποκλεισμού του δικαιώματος προτίμησης σε αύξηση κεφαλαίου. Ακόμη, η απόφαση της ΓΣ είναι ακυρώσιμη λόγω κατάχρησης της εξουσίας της πλειοψηφίας, όταν η πλειοψηφία προωθεί τα συμφέροντα της εις βάρος της εταιρίας (βλ. ΜΠρΚαβ 347/2014 ΧρΙΔ 2014.749) ή η απόφαση της πλειοψηφίας πλήττει το εταιρικό συμφέρον (βλ. ΠΠρΑΘ 2206/2017 ΕΕμπΔ 2017.819) ή όταν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Περαιτέρω, η απόφαση της ΓΣ ακυρώνεται με τελεσίδικη διαπλαστική απόφαση (βλ. ΠΠρΘεσ 9058/2014 ΕλλΔνη 2016.545). Η ακυρωσία δεν μπορεί να προβληθεί με ένσταση, ούτε εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1392/2014 ΧρΙΔ 2015.98, ΑΠ 476/2014 ΧρΙΔ 2014.625, ΠΠρΘες 4907/2017 ΕπισκΕΔ 2017.110). Η αγωγή ακύρωσης της απόφασης ασκείται κατά της εταιρείας, η οποία και μόνη νομιμοποιείται παθητικά (άρθ.137 παρ.8). Την ακυρωσία μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε μέτοχος και όχι μόνο εκείνος, η δήλωση βούλησης ή η βούληση του οποίου πάσχει ελάττωμα, αν πρόκειται για τέτοιο λόγο ακυρωσίας. Όμως το δικαίωμα αυτό δεν αναγνωρίζεται άνευ ετέρου ως ατομικό δικαίωμα εκάστου των μετόχων. Αντιθέτως, στην άσκηση του δικαιώματος αυτού τίθεται σειρά περιορισμών. Έτσι, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί με αγωγή από οποιονδήποτε μέτοχο, κάτοχο μετοχών που εκπροσωπεί τα 2/100 του μετοχικού κεφαλαίου (άρθ.137 παρ.3 εδ.β`) και ειδικότερα του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όχι μόνο στην περίπτωση που ένας μέτοχος κατέχει ποσοστό 2% του μετοχικού κεφαλαίου, αλλά και στην περίπτωση που η αγωγή ασκείται από κοινού από περισσότερους μικρομετόχους, το άθροισμα των ποσοστών του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπούν συνολικά ισούται ή υπερβαίνει το 2%. Στην περίπτωση, που ζητείται η ακύρωση απόφασης, που λήφθηκε χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες (άρθ.137 παρ.2 περ.α`), την ακύρωση μπορούν να ζητήσουν μόνο οι μέτοχοι, που ζήτησαν τις πληροφορίες, εφόσον εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Εκτός από την κατοχή συγκεκριμένου ποσοστού επί του μετοχικού κεφαλαίου, ο νόμος συναρτά την άσκηση της αγωγής με δύο ακόμη προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αναγνωρίζει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής μόνο σε εκείνους τους μετόχους, που είτε δεν παρέστησαν στην κρίσιμη ΓΣ, είτε ήταν παρόντες, αλλά εναντιώθηκαν στη λήψη της κρίσιμης απόφασης. Ειδικότερα, έλλειψη παράστασης υφίσταται, όταν ο μέτοχος δεν συμμετάσχει αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου στη ΓΣ. Αν ο μέτοχος παραστεί στη ΓΣ, τότε νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή ακύρωσης της απόφασης της ΓΣ μόνο αν αντιτάχθηκε σε αυτή (βλ. ΕφΑνατΚρ 43/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 23/2018 ΕΕμπδ 2018.756). Η απλή αρνητική ψήφος δεν συνιστά εναντίωση. Αντιθέτως, απαιτείται εκπεφρασμένη και σαφής δήλωση εναντίωσης, που να αφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΠΠρΡοδ 130/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.7, αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει την αγωγή ακύρωσης είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας. Η αγωγή ασκείται εντός αποσβεστικής προθεσμίας (Μάρκου, ΕλλΔνη 2013.971), τεσσάρων μηνών από τη λήψη της απόφασης ή, αν η απόφαση υπόκειται σε δημοσιότητα, από την καταχώριση της στο Γ.Ε.ΜΗ. Η προθεσμία δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο μηνός από τη χορήγηση στο μέτοχο του πρακτικού της ΓΣ, στο οποίο έχει καταχωρισθεί η απόφαση, με την προϋπόθεση ότι ζήτησε το πρακτικό αυτό από την εταιρία ή το Γ.Ε.ΜΗ. εντός της παραπάνω προθεσμίας (άρθ.134 παρ.2 εδ.δ`). Αν η προθεσμία άσκησης της αγωγής παρέλθει άπρακτη, τότε αποσβένεται το δικαίωμα άσκησης της αγωγής, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθ.280 ΑΚ) και η απόφαση της ΓΣ καθίσταται απρόσβλητη (βλ. ΠΠρΑθ 453/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Χριστοδούλου, σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, ό.π., άρθ.137, αριθ.64, σελ.1894) [14866/2022 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος

email: [email protected]

Πηγή άρθρου