Ι. Το κρυπτονόμισμα ως μέσο πληρωμής στην ψηφιακή οικονομία.
Το κρυπτονόμισμα, το οποίο αποτελεί πλέον βασικό χαρακτηριστικό της ψηφιακής οικονομίας, είναι ένα αποκεντρωμένο ψηφιακό νόμισμα, που χρησιμοποιεί την κρυπτογράφηση για ασφάλεια. Μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από μεσάζοντες, όπως τράπεζες και εταιρείες επεξεργασίας πληρωμών. Ως αποτέλεσμα της αποκεντρωμένης του φύσης, διευκολύνονται σε μεγάλο βαθμό οι συναλλαγές peer-to-peer (P2P) απευθείας μεταξύ ατόμων. Όμως, δεν υπάρχουν φυσικά πορτοφόλια και λογαριασμοί, αφού οι χρήστες έχουν πρόσβαση στα κρυπτονομίσματά τους μέσω «μοναδικών πορτοφολιών ή ανταλλακτηρίων κρύπτο».
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι τα κρυπτονομίσματα παραμένουν πάντα στο blockchain. Το blockchain μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια αποκεντρωμένη βάση δεδομένων, που μοιράζεται μεταξύ των κόμβων του δικτύου υπολογιστών, δηλαδή μία βάση δεδομένων που αποθηκεύει πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή, με στόχο τη διατήρηση ενός ασφαλούς και αποκεντρωμένου αρχείου συναλλαγών σε συστήματα κρυπτονομισμάτων. Δεν αποτελεί παραδοσιακή βάση δεδομένων, καθώς οργανώνει τα δεδομένα σε ομάδες (μπλοκ) με συγκεκριμένες ιδιότητες, όπου το κάθε ένα μπλοκ συνδέεται με το άλλο, δημιουργώντας αλυσίδες, οι οποίες καταγράφουν όλες τις συναλλαγές, και καθιστούν την οποιαδήποτε απόπειρα πλαστογράφησης αδύνατη λόγω της αποκεντρωμένης δομής τους.
Το πρώτο και πιο γνωστό κρυπτονόμισμα είναι το Bitcoin, το οποίο δημιουργήθηκε το 2009 Από τότε, έχουν δημιουργηθεί χιλιάδες κρυπτονομίσματα, το καθένα με μοναδικά χαρακτηριστικά και χρήσεις. Τα κρυπτονομίσματα χρησιμοποιούν προηγμένους μαθηματικούς αλγορίθμους για να ασφαλίζουν τις συναλλαγές και να προστατεύουν τα δεδομένα από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση ή παραποίηση. Αυτοί οι αλγόριθμοι εξυπηρετούν δύο βασικούς σκοπούς: τη διατήρηση του απορρήτου των ταυτοτήτων των χρηστών και την επαλήθευση της γνησιότητας των συναλλαγών. Ως εκ τούτου, ενώ οι συναλλαγές είναι διαθέσιμες στο blockchain, οι χρήστες πίσω από αυτές δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν εύκολα.
Ροή τυπικής συναλλαγής κρυπτονομισμάτων
Κατά την ενεργοποίηση της ροής μίας τυπικής συναλλαγής κρυπτονομισμάτων, ο αποστολέας ξεκινά τη μεταφορά δημιουργώντας μια ψηφιακή υπογραφή με το ιδιωτικό του κλειδί. Η συναλλαγή αποστέλλεται στο δίκτυο, όπου οι κόμβοι την επικυρώνουν επαληθεύοντας την ψηφιακή υπογραφή και διασφαλίζοντας ότι ο αποστολέας διαθέτει επαρκή κεφάλαια. Μόλις επαληθευτεί, η συναλλαγή προστίθεται σε ένα νέο block, το οποίο στη συνέχεια προστίθεται στο υπάρχον blockchain.
II. ΕΕ και Κανονισμός ΜiCa (Markets in Cryptoassets)
Η νομοθετική ρύθμιση είναι πολυεπιπεδική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψηφιακή οικονομία, τα οικονομικά εγκλήματα, τις διασυνοριακές συναλλαγές και τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς στην ΕΕ.
Στην Ευρωπαική Ένωση ανήκει η πρωτιά για μία πανεθνική νομοθεσία αναφορικά με τα κρυπτονομίσματα. Ο νέος κανονισμός, εφαρμοστέος από τον Ιούλιο του 2024, είναι απαραίτητος για την ασφάλεια δικαίου, την υποστήριξη της καινοτομίας, την προστασία των καταναλωτών, την ακεραιότητα της αγοράς, την οικονομική σταθερότητα, δεδομένου ότι με τον παρόν κανονισμό επιδιώκεται να παρασχεθεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τα κρυπτοστοιχεία που δεν καλύπτονται από την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και να θεσπιστούν ενιαίοι κανόνες για τους παρόχους υπηρεσιών και τους εκδότες κρυπτοστοιχείων σε επίπεδο ΕΕ.
Βασικές Ρυθμίσεις
Τα κρυπτοστοιχεία ορίζονται στο MiCA ως μια ψηφιακή αναπαράσταση μιας αξίας ή ενός δικαιώματος που μπορεί να μεταβιβαστεί και να αποθηκευτεί ηλεκτρονικά χρησιμοποιώντας τεχνολογία κατανεμημένης προεξοχής ή παρόμοια τεχνολογία. Η MiCA διακρίνει μεταξύ τριών κατηγοριών κρυπτοστοιχείων:
(1) «Ψηφιακά Κέρματα Αγοράς Υπηρεσιών» (asset-referenced tokens “ARTs”), τα οποία έχουν μη χρηματοοικονομικούς σκοπούς που σχετίζονται με τη λειτουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας με ψηφιακές υπηρεσίες και θα πρέπει να νοούνται ως ειδικός τύπος κρυπτοστοιχείων. Δεν αποτελούν ηλεκτρονικό χρήμα
(2) «Ψηφιακά Κέρματα με Εγγύηση Περιουσιακών Στοιχείων» (e-money tokens “EMTs”), τα οποία στοχεύουν στη διατήρηση σταθερής αξίας μέσω εγγύησης διαφόρων νομισμάτων που αποτελούν νόμιμο χρήμα, ενός ή διαφόρων εμπορευμάτων, ενός ή διαφόρων κρυπτοστοιχείων ή ομάδας των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Μέσω της σταθεροποίησης της αξίας τους, τα εν λόγω ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων συχνά στοχεύουν στο να χρησιμοποιούνται από τους κατόχους τους ως μέσα πληρωμής για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και ως μέσα αποθήκευσης αξίας. Η λειτουργία αυτού του είδους κρυπτοστοιχείων είναι πανομοιότυπη με αυτή του ηλεκτρονικού χρήματος
(3) Λοιπά κρυπτοστοιχεία (other cryptoassets). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει κρυπτονομίσματα (όπως το Bitcoin και το Ethereum) και τύπους από μάρκες επενδύσεων και χρησιμότητας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ως κινητές αξίες σύμφωνα με τους ισχύοντες χρηματοοικονομικούς κανονισμούς της ΕΕ.
-Μόλις εφαρμοστεί, η MiCA, θα απαιτεί από κάθε εταιρεία που προσφέρει υπηρεσίες σχετικές με την κρυπτογράφηση στην ΕΕ να καταχωρηθεί σε ένα από τα κράτη μέλη, η οποία στη συνέχεια θα της επιτρέπει να λειτουργεί σε ολόκληρη την ΕΕ.
-Για την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω crypto, το νέο πλαίσιο της ΕΕ προβλέπει τα εξής: η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) θα πρέπει να δημιουργήσει δημόσιο μητρώο για μη συμμορφούμενους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς άδεια.
-Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών θα είναι υπεύθυνες να διασφαλίζουν ότι οι πλατφόρμες κρυπτογράφησης συμμορφώνονται με τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης επαρκών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων και διακυβέρνησης, ώστε να αποφευχθεί
-Μη ανταλλάξιμα διακριτικά (NFT): Τα μοναδικά και μη ανταλλάξιμα tokens συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών έργων τέχνης και των συλλεκτικών, εξαιρούνται από το MiCA. Ωστόσο, κάθε φορά που εκδίδονται σε μια μεγάλη σειρά ή χωρίζονται σε κλασματικά μέρη, αυτά τα διακριτικά μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι ανταλλάξιμα και να εμπίπτουν στον νέο Κανονισμό.
IΙΙ. Νομολογία -Η πρώτη απόφαση του ΔΕΚ για το Bitcoin
Στις 22 Οκτωβρίου 2015, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την πρώτη του απόφαση για το ψηφιακό νόμισμα γνωστό ως Bitcoin.
Πραγματικά Περιστατικά
Ένας Σουηδός υπήκοος, ο κ. Hedqvist, προσπάθησε να ανοίξει μια εταιρεία στη Σουηδία που θα δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες να ανταλλάσσουν παραδοσιακά νομίσματα με Bitcoins και αντίστροφα. Ο κ. Hedqvist είχε λάβει μια προκαταρκτική γνώμη από τη Σουηδική Επιτροπή περί Εσόδων Νόμου που έλεγε ότι οι υπηρεσίες που σκόπευε να παράσχει θα απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 135 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας ΦΠΑ. Η σουηδική φορολογική αρχή διαφώνησε, ωστόσο, και άσκησε έφεση για το θέμα στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σουηδίας. Αβέβαιο ως προς τον τρόπο εφαρμογής των εξαιρέσεων της Οδηγίας στα εικονικά νομίσματα, το σουηδικό δικαστήριο παρέπεμψε το θέμα στο ΔΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, υποβάλλοντας δύο ερωτήματα: 1. Είναι η ανταλλαγή εικονικού νομίσματος με παραδοσιακό νόμισμα και αντιστρόφως υπηρεσία που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας ΦΠΑ; 2. Εάν ναι, πρέπει το άρθρο 135, παράγραφος 1, της οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι συναλλαγές αυτές απαλλάσσονται ωστόσο από τον φόρο;
Τα πορίσματα του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Η αγορά και η πώληση ενός νομίσματος με περιθώριο κέρδους είναι μια μορφή παροχής υπηρεσιών προς αντάλλαγμα. Αυτό, όπως τόνισε το Δικαστήριο, ήταν αρκετά προφανές σύμφωνα με την προηγούμενη πάγια νομολογία του ΔΕΚ.