Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδ. Α` ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της αποφάσεως, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της αποφάσεως, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της αγωγής ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το δεδικασμένο εκτείνεται: α) στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή, ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που πρόκειται να εφαρμοσθούν στη νέα δίκη (ΑΠ 1966/2022, ΑΠ 1224/2022, ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1259/2019) γ) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή του στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου”, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και το περιεχόμενο που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1966/2022) [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
[1] ΑΠ 98/2024, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ