Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Πώς ερμηνεύονται οι ασαφείς διατάξεις της διαθήκης;

Από τις διατάξεις των άρθρων 1701-1715 ΑΚ προκύπτει το δικαίωμα του προσώπου να καθορίσει, για το μετά το θάνατό του χρόνο, (μέσα στα όρια που διαγράφονται από το νόμο), τα της τύχης του συνόλου ή, έστω, μέρους της περιουσίας του, δηλαδή των εννόμων αυτού σχέσεων που είναι δεκτικές χρηματικής αποτίμησης και επομένως κληρονομητές. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι για την ερμηνεία των διατάξεων της τελευταίας βουλήσεως, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ. Αποσκοπείται δηλαδή η ανεύρεση της υποκειμενικής απόψεως του διαθέτη χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια της δηλώσεώς του (αυτή που θα αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί της αληθινής θέλησης του διαθέτη, ως κρίση περί πραγμάτων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Τα παραπάνω εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της δηλώσεώς βουλήσεως είτε γιατί ο διαθέτης δεν εκφράστηκε σαφώς είτε γιατί εκφράστηκε ατελώς. Στις περιπτώσεις αυτές συγχωρείται για άρση της ασάφειας ή του κενού ή της ατέλειας της δηλώσεώς, που μπορεί να γίνει και με προσφυγή σε στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη εφόσον βοηθούν στη διασάφηση της έννοιάς της, και με τη διάταξη ακόμη και μαρτυρικών αποδείξεων, με το δεδομένο πάντως ότι, σε κάθε περίπτωση, η βούληση του διαθέτη πρέπει να περιέχεται, έστω και με την πιο πάνω ερμηνευτική συμπλήρωσή της, στο περιεχόμενο της διαθήκης, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος αναζητήσεώς της όταν δεν έχει καθόλου εκφραστεί. Τέτοια στοιχεία είναι ο χρόνος της συντάξεώς της, οι προσωπικές συνήθειες του διαθέτη, η κοινωνική του ανάπτυξη και θράση, οι γλωσσικές και επαγγελματικές του συνήθειες (ΑΠ 627/2005 ΕλλΔνη 47. 1056, ΑΠ 538/2003 ΕλλΔνη 44. 1619, ΑΠ 1048/2002 ΕλλΔνη 45. 158, ΑΠ 337/1999 ΕλλΔνη 40. 1347, ΑΠ 221/1999 ΕλλΔνη 40. 1076, ΑΠ 953/1996 ΕλλΔνη 39. 847, ΕφΑΘ 5548/2001 Αρμ 2002. 880 επ.).

 

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος

[email protected]

Πηγή άρθρου