Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του …». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία είναι:
α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη),
β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως,
γ) υπαιτιότητα,
δ) ζημία και
ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (Ολ. ΑΠ 8/2018, ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 6675/2014, ΕλλΔ/νη 57.802).
Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση επ’ αυτού ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως συνειδήσεως ή σε άλογες ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγουμένη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, 1736/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Παράνομη είναι, κατ’ αρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και προσβάλλει τα προστατευόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο συντελέσεώς της νομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της εννόμου τάξεως και ειδικώς παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 93/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημιώσεως) σε περίπτωση, κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παραβάσεως κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθ’ όσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κλπ.) και εφόσον βάσει της νομοθεσίας αυτής ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση.
Περαιτέρω, υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 1406/2021, 1361/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στην συμπεριφορά να την καθιστά εν ταυτώ παράνομη ή και αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ιδία και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή γενικότερα της αμελείας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμελείας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου είτε της αμελείας, με πράξη ή παράλειψη, εάν δε η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου του παθόντος, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος αυτού ευρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, κατά την οποία το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να επιδικάσει αυτή μειωμένη. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε βλάβη, η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνο η περιουσιακή ζημία, αλλά και η ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση αποζημιώσεως αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού (ΑΠ 1253/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ), ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Ως χρόνος υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45.451, ΑΠ 1401/2005 ΕλλΔνη 47.132, ΕφΠειρ 383/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1610/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (ΑΠ 1361/2013, 427/2008, 190/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Διάταξη ειδική και συμπληρωματικού χαρακτήρα σχετικώς με την ως άνω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ είναι εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως είναι:
α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικειμένη στα χρηστά ήθη, τοιαύτη δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, συμφώνως προς τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, επί των οποίων στηρίζεται το θετικό δίκαιο,
β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και υπό τη μορφή του ενδεχομένου δόλου, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας και παρά ταύτα δεν θέλησε να αποστεί αυτής, γ) πρόκληση ζημίας σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 1354/2015 ο.π.).
Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά, άνευ άλλου τινός και αδικοπραξία, υπό την προπαρατεθείσα έννοια. Είναι όμως δυνατόν η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαίτια κάποιον άλλον. Δηλαδή, εάν το πταίσμα, το οποίο επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την αθέτηση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΑΠ 449/2014, 1381/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.755). Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες δύνανται μεν να ασκηθούν παραλλήλως, όχι όμως και να ικανοποιηθούν σωρευτικώς, διότι η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη άνευ αντικειμένου (Ολ. ΑΠ 767/1973 ΝοΒ 22.705, ΑΠ 1596/2014 ΧρΙδΔ 2015.185, ΑΠ 1667/2009 ΕλλΔνη 51.462, ΕφΑΘ 4489/2011 ΕπισκΕμπΔ 2016.21), εκτός εάν ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε η συρρέουσα από αδικοπραξία αξίωση σώζεται κατά το αίτημα αυτό (ΑΠ 560/2010 ο.π., ΑΠ 1664/2005, ΔΕΕ 2006.188, ΕφΑΘ 1137/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.90).
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο ανωτέρω αξιώσεων έγκειται στο ότι, αν η αξίωση θεμελιώνεται στη σύμβαση, ο ενάγων υποχρεώνεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη της σύμβασης και την παράβαση της ενοχικής υποχρέωσης του εναγομένου, στην οποία στηρίζει το αίτημα αποζημίωσης και εναπόκειται στον εναγόμενο οφειλέτη να αποδείξει ότι οι ζημίες δεν οφείλονται σε πταίσμα του, αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, ενώ όταν η αξίωση θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει και το πταίσμα, δηλαδή την υπαιτιότητα του εναγομένου (ΑΠ 1667/2009, ΑΠ 1600/2002, ΑΠ 212/2000 ΝΟΜΟΣ, Καυκά: Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. Ε`, άρθρα 592 παρ. 6 και 599 παρ. 2, Φίλιου: Μίσθωση πράγματος, έκδ. Β` σελ. 357, 360 και 372). [1]
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
[1] Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 2962/2022 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ