Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Πνευματική ιδιοκτησία – Περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα

Κατά τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα).

Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, το περιουσιακό, δε, δικαίωμα δίνει στον δημιουργό, μεταξύ άλλων, την εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εγγραφή και την αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και να θέτει σε κυκλοφορία το πρωτότυπο ή αντίτυπα του έργου με μεταβίβαση της κυριότητας.

Προσβολή των απόλυτων και αποκλειστικών δικαιωμάτων (περιουσιακού και ηθικού) της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού πάνω στο έργο, αποτελεί κάθε πράξη που έχει ως αντικείμενο και περιεχόμενο όμοιο με το αντικείμενο και το περιεχόμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον η πράξη δεν γίνεται από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του. Σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο δημιουργός μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, και όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης.

Προσέτι, κατά το περιουσιακό αυτό περιεχόμενό του, το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης (άρθρο 3) και είναι ελεύθερα μεταβιβαστό είτε με συστατική μεταβίβαση όλων των επιμέρους εξουσιών του σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο γίνεται έτσι μόνος δικαιούχος με αντίστοιχη αποξένωση του δημιουργού από τις εξουσίες αυτές, είτε με συμβάσεις ή άδειες εκμετάλλευσης συγκεκριμένων εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να συμφωνηθούν ως αποκλειστικές ή μη (άρθρα 12 και 13). Η διαφορά μεταξύ άδειας και σύμβασης εκμετάλλευσης (και οι δύο αποτελούν υποσχετικές δικαιοπραξίες) συνίσταται στο ότι στη σύμβαση εκμετάλλευσης ο αντισυμβαλλόμενος με τον πνευματικό δημιουργό αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει τις εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα και για τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση, ενώ στην άδεια, η άσκηση αποτελεί ευχέρεια του αντισυμβαλλόμενου (άρθρο 13). Συνεπώς, όποιος αποκτήσει το περιουσιακό δικαίωμα κατά τρόπο δευτερογενή γίνεται πλήρως δικαιούχος και μπορεί να ασκήσει όλες ή σε κάθε περίπτωση όσες από τις εξουσίες του έχουν μεταβιβασθεί.

Από την άλλη μεριά, για το ηθικό δικαίωμα (άρθρο 4) προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή (άρθρο 12), ορίζεται, ωστόσο, ότι η συναίνεση του δημιουργού για πράξεις ή παραλείψεις, που αλλιώς θα αποτελούσαν προσβολή του ηθικού δικαιώματος, αποτελεί τρόπο άσκησης αυτού του δικαιώματος και δεσμεύει τον δημιουργό (άρθρο 16).

Περαιτέρω, με τον Ν. 2121/1993 θεσπίσθηκαν και οι ακόλουθοι κανόνες: α) οι σχετικές με την οικονομική εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας δικαιοπραξίες υπόκεινται σε έγγραφο, συστατικό, τύπο (άρθρο 14), η ακυρότητα όμως από την έλλειψη του τύπου είναι σχετική, δηλαδή τάσσεται υπέρ του πνευματικού δημιουργού, β) τόσο η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος όσο και οι συμβάσεις εκμετάλλευσης ή άδειας εκμετάλλευσης του δικαιώματος αυτού μπορούν να είναι περιορισμένες από την άποψη των εξουσιών, του σκοπού, της διάρκειας, της τοπικής ισχύος και της έκτασης ή των μέσων εκμετάλλευσης, εισάγεται, δε, ερμηνευτικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στη σύμβαση εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας, η διάρκειά της θεωρείται ότι περιορίζεται σε πέντε (5) χρόνια (άρθρο 15 παρ. 1 και 2), γ) αν δεν καθορίζεται η έκταση και τα μέσα εκμετάλλευσης για τα οποία γίνεται η μεταβίβαση, θεωρείται ότι η άδεια ή η σύμβαση εκμετάλλευσης αφορούν την έκταση και τα μέσα που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της σχετικής σύμβασης (άρθρα 15 παρ. 4 και 34 παρ. 1), δ) η σύμβαση ή η άδεια δεν μπορεί, κατά κανόνα αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 13 παρ. 5), να περιλαμβάνει το σύνολο των μελλοντικών έργων του δημιουργού και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε τρόπους εκμετάλλευσης που δεν ήταν γνωστοί κατά τον χρόνο κατάρτισης των σχετικών δικαιοπραξιών και ε) αν δεν ορίζονται ειδικά στη σύμβαση οι εξουσίες που μεταβιβάζονται, θεσπίζεται ερμηνευτικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, μεταβιβάζονται στον παραγωγό εκείνες οι εξουσίες που είναι, σύμφωνα με τον σκοπό της σύμβασης, απαραίτητες για την εκμετάλλευση του έργου (άρθρο 15 παρ. 4 και άρθρο 34 παρ. 1)[1].

Όσον αφορά, δε, τη διάρκεια της μεταβίβασης ή των συμβάσεων ή της άδειας εκμετάλλευσης προσήκει να σημειωθούν τα εξής[2]: Ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η διάταξη της παρ. 2 του άρθ. 15 του Ν. 2121/1993 ορίζει ότι: «Αν δεν καθορίζεται η διάρκεια της μεταβίβασης ή των συμβάσεων ή της άδειας εκμετάλλευσης και αν κάτι διάφορο δεν προκύπτει από τα συναλλακτικά ήθη, η διάρκεια αυτή θεωρείται ότι περιορίζεται σε πέντε χρόνια».

Ως προϋποθέσεις εφαρμογής, λοιπόν, του συγκεκριμένου ειδικού ερμηνευτικού κανόνα – ενδοτικού δικαίου – περί πενταετούς διάρκειας, επομένως, εξειδικεύονται οι ακόλουθες δύο: α) να μην καθορίζεται στο συμβατικό κείμενο, ρητά ή κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, η διάρκεια της σύμβασης μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης περιουσιακών εξουσιών ή της άδειας εκμετάλλευσης αυτών και β) να μη συνάγεται κάτι διαφορετικό από τα συναλλακτικά ήθη.

Όσον αφορά την παράμετρο της μη συναγωγής χρονικής διάρκειας από τα συναλλακτικά ήθη, επισημαίνεται ότι, ως τέτοια, νοούνται οι συναλλακτικές συνήθειες του οικείου κύκλου συναλλαγών, δηλαδή του επαγγελματικού κλάδου στον οποίον υπάγεται το αντικείμενο της καταρτισθείσας σύμβασης. Για να συνεκτιμηθεί, όμως, μία συναλλακτική/ επαγγελματική συνήθεια σχετικά με τον καθορισμό της διάρκειας συγκεκριμένης σύμβασης μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης, θα πρέπει αυτή να είναι σαφής και αναμφισβήτητη, να μην αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης και οι συμβαλλόμενοι να τη γνωρίζουν τόσο καλά, ώστε να τη θεωρούν τμήμα της μεταξύ τους συμφωνίας. Ως στοιχεία, δε, που συνεκτιμώνται προς διαπίστωση της συνδρομής συναλλακτικής συνήθειας, ικανής να αποκλείσει την εφαρμογή του (ενδοτικού) κανόνα της παρ. 2 του άρθ. 15 του Ν. 2121/1993, προτάσσονται τα ακόλουθα: α) η ύπαρξη ή μη συνήθους διάρκειας των συμβάσεων (μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης), που καταρτίζονται στο πλαίσιο του οικείου επαγγελματικού κλάδου, σε συνάρτηση με το είδος του υπό εκμετάλλευση έργου, β) το γενικότερο πλέγμα των σχέσεων και της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων (λ.χ. συνεργασία με μόνιμο ή περιστασιακό χαρακτήρα) και γ) οι ιδιαιτερότητες της συμφωνηθείσας εκμετάλλευσης, όπως η αναγνωρισιμότητα, η φήμη του δημιουργού, η έκταση της επένδυσης, το είδος και το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής.

Έτι περαιτέρω, είναι γεγονός ότι ερίζεται το ζήτημα του αν, στην περίπτωση που δεν καθορίζεται στο συμβατικό κείμενο, ρητά ή κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, η διάρκεια της σύμβασης μεταβίβασης περιουσιακών εξουσιών του πνευματικού δικαιώματος ή παροχής άδειας εκμετάλλευσης αυτών, προκρίνεται ευθέως η εφαρμογή του ειδικού συμπληρωματικού κανόνα (ενδοτικού δικαίου) της παρ. 2 του άρθ. 15 του Ν. 2121/1993 ή προηγείται αυτής η κατ’ άρθρο 173 και 200 ΑΚ εξηγητική ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των μερών προς διαπίστωση κενού, σχετικά με τη χρονική διάρκεια της σύμβασης και, σε περίπτωση κατάγνωσης τέτοιου, η πλήρωσή του με τη συμπληρωματική ερμηνεία του άρθ. 200 ΑΚ. Όπως κρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3918/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η λύση που προσήκει σχετικά έγκειται στην ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης της παρ. 2 του άρθ. 15 του Ν. 2121/1993 και στους λόγους ενσωμάτωσής της στο εν λόγω νομοθέτημα.

Ειδικότερα, η ανωτέρω απόφαση διέλαβε στο σκεπτικό της ότι αποτελεί αντικείμενο καθολικής αποδοχής στη θεωρία, κατά σύμπλευση με τη γενική αρχή προστασίας και εύνοιας του δημιουργού, που διαπνέει το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, ότι ο Έλληνας νομοθέτης, με πρόθεση να προστατεύσει τον δημιουργό, ο οποίος αποτελεί κατά κανόνα το ασθενέστερο μέρος στις συμβάσεις μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης περιουσιακών εξουσιών από υπερβολικά μακροχρόνιες δεσμεύσεις του έργου του, θέσπισε την εν λόγω διάταξη, θέτοντας έτσι έναν ιδιαίτερα προστατευτικό για τα συμφέροντά του ερμηνευτικό κανόνα, που συμπληρώνει και εξειδικεύει την αρχή του σκοπού της μεταβίβασης. Επομένως, από την οπτική αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση μη ρητού και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, καθορισμού στο κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης περιουσιακών εξουσιών του πνευματικού δικαιώματος ή χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης αυτών, χάριν εύνοιας του δημιουργού, βρίσκει αμέσως εφαρμογή η διάταξη του άρθ. 15 παρ. 2 του Ν. 2121/1993, κατ’ αποκλεισμό της εξηγητικής και συμπληρωματικής ερμηνείας.

Τέλος, προσήκει να τονισθεί ότι ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθ. 15 παρ. 2 του Ν. 2121/1993 περί της διάρκειας των συμβάσεων, δεν θίγει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν έχει εφαρμογή όταν η βούληση των μερών είναι αναμφίβολη[3].

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

[1] βλ. ΑΠ 395/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[2] βλ. ΠΠρΑθ 3918/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[3] βλ. ΕφΘεσσ 1166/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Πηγή άρθρου