Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Όταν σε μία εκκρεμή δίκη, πρόκειται να κριθεί παρεμπιπτόντ

Σύμφωνα με τα άρθρα 221 παρ. 1 στοιχ. α και 222 παρ. 1 ΚΠολΔ, η κατά το άρθρο 215 παρ. 1 του ίδιο κώδικα κατάθεση και επίδοση της αγωγής συνεπάγεται εκκρεμοδικία, μετά την επέλευση της οποίας και κατά τη διάρκειά της δεν μπορεί να γίνει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου νέα δίκη για την ίδια διαφορά, με βάση την ίδια ιστορική και νομική αιτία, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Ο όρος «επίδικη διαφορά» στο άρθρο 222 ΚΠολΔ σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή και της διάταξης του νόμου, από την οποία απορρέει το προστατευτέο δικαίωμα, ενώ ταυτότητα προσώπων υπάρχει όταν και στις δύο δίκες οι διάδικοι είναι τα αυτά πρόσωπα, με την έννοια ότι το δεδικασμένο από την απόφαση της πρώτης δίκης να δεσμεύει και τους διαδίκους της ίδιας επίδικης διαφοράς της δεύτερης δίκης, ανεξαρτήτως της μεταλλαγής της δικονομικής ιδιότητας αυτών σε κάθε μία δίκη (ΑΠ 88/2015, ΑΠ 139/2010, ΑΠ 1658/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ των ως άνω έπεται ότι για να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, αν οι δυο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως είτε γιατί έχουν διαφορετικό αντικείμενο είτε γιατί το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία απ’ ότι ζητήθηκε με την πρώτη (ΑΠ 139/2010, ΑΠ 1716/2009, ΑΠ 908/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από τις ίδιες άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της ενστάσεως εκκρεμοδικίας απαιτείται και ταυτότητα αιτημάτων των εκκρεμών δικών, η οποία (ταυτότητα) ΔΕΝ υπάρχει, και συνεπώς δε θεμελιώνεται εκκρεμοδικία, όταν το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης (ΑΠ 1716/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 623, 626 παρ. Ια, 2, 628 παρ. Ια, 629 εδ. α, 632 παρ. Ια και 633 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κύριο αντικείμενο της δίκης που ιδρύεται με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής είναι το έγκυρο ή μη της εκδόσεως της τελευταίας, ενώ η κρίση για την ύπαρξη της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, αποτελεί απλώς προδικαστικό ζήτημα (άρθρο 331 ΚΠολΔ) της κύριας κρίσεως (ΑΠ 1343/2004, ΕφΑθ 2649/2009, ΕφΠατρ 834/2008, ΕφΑθ 1746/2007 ΕφΑθ 33/2006, ΕφΘεσ 1910/2004 ΤΝΠ ΝΟ- ΜΟΣ, Βλ. και Ποδηματά ό.π., άρθρο 633, σημ. 7, σελ. 1194, ότι κύριο μεν ζήτημα είναι η ύπαρξη του δικαιώματος ακυρώσεως της διαταγής, προδικαστικό δε η διάγνωση της ανυπαρξίας της απαίτησης), ήτοι αντικείμενο της δίκης σχετικά με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής είναι όχι η διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αξίωσης αλλά μόνο ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής κατά τον χρόνο έκδοσής της στην έκταση που προσδιορίζεται από τους λόγους της ανακοπής και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας όταν με την ανακοπή ελέγχεται η νομότυπη έκδοση της διαταγής πληρωμής, έστω και αν ο ανακόπτων με κάποιον από τους λόγους της ανακοπής του βάλλει κατά της ύπαρξης της απαίτησης, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει στις δύο υποθέσεις πλήρης ταυτότητα διαφοράς, όπως απαιτεί η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1752/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 133/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι το κύρος της πράξης της εκτέλεσης της οποίας ζητείται η ακύρωση, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας επιτάσσεται η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 5/2003, ΕφΑθ 7369/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)[1].

Έτσι, όταν σε μία εκκρεμή δίκη, πρόκειται να κριθεί παρεμπιπτόντως ουσιαστικό δικαίωμα που αποτελεί το κύριο αντικείμενο μιας άλλης εκκρεμούς δίκης (για το οποίο μπορεί στο μέλλον να υπάρξει δεδικασμένο με τη συνδρομή των κατά νόμο προϋποθέσεων), η ένσταση εκκρεμοδικίας δεν μπορεί να ευσταθήσει, επειδή δεν υπάρχει ταυτότητα του επίδικου αντικειμένου, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι στο άρθρο 221 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν γίνεται μια τέτοια μνεία όπως π.χ. συμβαίνει στο άρθρο 331 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 8358/1999 ΕλλΔνη 2001.195, ΕφΑΘ 9216/1987 ΕλλΔνη 1989.98, ΠΠρΘεσ 20561/1996 Αρμ 1997.273)[2].

Αγγελική Λιγοψυχάκη, ασκ. δικηγόρος

Email: [email protected]

[1]Βλ. 189/2018 ΜΠΡ ΚΙΛΚ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[2] Βλ. 1070/2016 ΠΠΡ ΑΘ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

Πηγή άρθρου