Μια από τις σχετικά άγνωστες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων είναι η παράγραφος 4 του άρθρου 57, σχετικά με τη διαχείριση καταγγελιών ενώπιον εποπτικής αρχής. Σύμφωνα με τη διάταξη, «4. Εάν τα αιτήματα είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, η εποπτική αρχή μπορεί να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα ή να αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα. Η εποπτική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος».
Το άρθρο 57 παρ.4 εφάρμοσε πρόσφατα η αυστριακή αρχή προστασίας δεδομένων προκειμένου να απορρίψει καταγγελία υποκειμένου για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του από δύο υπευθύνους επεξεργασίας. Ο λόγος για την επίκληση και εφαρμογή της διάταξης ήταν απλός: το υποκείμενο είχε ζητήσει χρήματα, ως αποζημίωση, από τους καταγγελλόμενους, προκειμένου να μην υποβάλει καταγγελία ή ασκήσει αγωγή. Η συμπεριφορά αυτή θεωρήθηκε ως καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διοικητικής προσφυγής, η οποία εμπίπτει στο εφαρμοστικό πεδίο του άρθρου 57 παρ.4.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, τον Αύγουστο 2022 ο καταγγέλλων υπέβαλε αίτημα πρόσβασης σε δύο υπευθύνους επεξεργασίας, σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων από τις ιστοσελίδες τους. Τα αιτήματα αυτά απαντήθηκαν εγκαίρως, όχι όμως κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον αιτούντα, ο οποίος μετά τη λήψη των απαντήσεων έσπευσε να επανέλθει αναφέροντας ότι: «Σχετικά με την επιστολή σας προς εμένα, με λύπη μου σας ενημερώνω ότι επεξεργάζεστε τα δεδομένα μου παράνομα και ότι έχετε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις σας, βάσει του άρθρου 15 του ΓΚΠΔ, πλημμελώς και εσφαλμένα και ότι ο αμελής χειρισμός των ζητημάτων προστασίας δεδομένων, όχι μόνο με ενοχλεί έντονα, αλλά και μου προκαλεί σημαντική αναστάτωση. Ωστόσο, είμαι πρόθυμος να αποδεχθώ την πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που μου προκαλέσατε, δια της εφάπαξ καταβολής του ποσού των 2.900 ευρώ εντός μίας εβδομάδας στον λογαριασμό μου ****, με την ένδειξη “****”. Σε αντάλλαγμα, δεσμεύομαι να μην υποβάλω καταγγελία στην αρχή προστασίας δεδομένων ή αγωγή αποζημίωσης σε βάρος σας στο αρμόδιο δικαστήριο.»
Το μήνυμα αυτό ήταν αρκετό για να οδηγήσει την αυστριακή αρχή στην αρχειοθέτηση της καταγγελίας. Σύμφωνα με την απόφασή της, η συμπεριφορά του καταγγέλλοντος καταδεικνύει πως η καταγγελία δεν υποβλήθηκε για τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων του έναντι των πρακτικών που ακολουθήθηκαν, αλλά επειδή οι δύο καταγγελλόμενοι αρνήθηκαν να καταβάλουν τα προταθέντα χρηματικά ποσά. Κατά συνέπεια, η καταγγελία απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.