Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Κατάχρηση της πληρεξουσιότητας

Από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714, 200, 211, 216, 218, 223, 281 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι τόσο η υπέρβαση των ορίων της εντολής όσο και η κατάχρηση εκείνων της πληρεξουσιότητας, που μπορεί να αλληλοπροσδιορίζονται όταν υποκείμενη αιτία της δεύτερης είναι η πρώτη, υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία ο εντολοδόχος ενεργεί κατά τρόπο που, μολονότι δεν υπερβαίνει τα τυπικά όρια της εντολής ή της πληρεξουσιότητας, είναι ωστόσο αντίθετος προς την υποχρέωση που έχει να χρησιμοποιεί την εξουσία, η οποία του δόθηκε, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, το συμφέρον του εντολέα, όπως επιβάλλεται από την φύση της υποθέσεως, η διαχείριση της οποίας του έχει ανατεθεί, οφείλοντας να καταβάλει την επιμέλεια του συνετού στις συναλλαγές ανθρώπου, ευθυνόμενος, συνεπώς και για ελαφρά αμέλεια, δημιουργεί δε υποχρέωση του εντολοδόχου να αποζημιώσει τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη για τη ζημία που υπαιτίως του προκάλεσε.

Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Τέτοια ευθύνη προκύπτει και για εκείνον που συναλλάσσεται με πληρεξούσιο ως εντολοδόχος, ο οποίος καταχράται τη σχέση, η οποία τον συνδέει με τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη, εφόσον συμπράττει με αυτόν γνωρίζοντας αφενός τα περιστατικά που συνιστούν την υπέρβαση της εντολής και την κατάχρηση της πληρεξουσιότητας και αφετέρου ότι τα περιστατικά αυτά ήταν πρόσφορα να επιφέρουν βλάβη στον εντολέα – πληρεξουσιοδότη (ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.46, ΕφΑΘ 4532/1978 ΝοΒ 27.229, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 714, 719, 720 και εκεί παραπομπές, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ άρθ. 720 σελ. 987, Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ. 31 σελ. 509 επ) (ΕφΠειρ 1324/1996 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τον καθορισμό του περιεχομένου της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, δηλαδή της αληθινής εξουσίας του αντιπροσώπου, λαμβάνεται υπόψη η γενικής κατευθύνσεως (και προς τον τρίτο, για τον οποίο ισχύει «το νοείν ό πάντες νοούσιν») διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ και το γενικό καθήκον το οποίο έχει ο αντιπρόσωπος όπως κάνει καλόπιστη και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη χρήση της πληρεξουσιότητας, γιατί το από αυτή δικαίωμα του πληρεξουσίου δεν είναι απόλυτο, αλλά περιορίζεται και προσδιορίζεται και για τον τρίτο από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ. Κάθε πράξη του αντιπροσώπου, που αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό της πληρεξουσιότητας απαγορεύεται. Κατ’ εφαρμογήν αυτού, υπάρχει κατάχρηση και, συνεπώς, υπέρβαση των ορίων της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξίες, οι οποίες, καίτοι εμπίμπτουν μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας, όπως διαγράφονται από την εσωτερική σχέση, εντούτοις αντιβαίνουν στα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στον σκοπό της πληρεξουσιότητας και ουδέποτε θα επιχειρούνταν από αυτόν. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο αντιπρόσωπος ότι η συναπτόμενη δικαιοπραξία είναι αντίθετη στα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στον σκοπό της πληρεξουσιότητας, αλλά αρκεί ότι όφειλε, σύμφωνα με τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη, να γνωρίζει αυτήν την αντίθεση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν η αντίθεση είναι προφανής (βλ. ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.47). Αλλά ακόμα και ο τρίτος δεν μπορεί να στηριχθεί στην τυπική πληρεξουσιότητα αν, κατά τον χρόνο που συναλλασσόταν με τον αντιπρόσωπο, παρέβη υπαίτια την επιβαλλόμενη σε αυτόν υποχρέωση (ΑΚ 197) της τηρήσεως έναντι του αντισυμβαλλομένου του, που ουσιαστικά είναι ο αντιπροσωπευόμενος, την από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπαγορευόμενη συμπεριφορά (συναλλακτική ευθύτητα).

Ειδικότερα, ο τρίτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας, που δημόσια ανακοινώθηκε με το πληρεξούσιο, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Εάν ενήργησε σε συνεννόηση με τον αντιπρόσωπο και με την πρόθεση να βλάψουν αμφότεροι τον αντιπροσωπευόμενο (συμπαιγνία), που είναι ακραία περίπτωση, β) Εάν γνώριζε απλώς, κατά την κατάρτιση της κρίσιμης δικαιοπραξίας με τον αντιπρόσωπο, ότι ο τελευταίος παραβίαζε τις εσωτερικές σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο, ή ότι καταχράται της πληρεξουσιότητας, και γ) Εάν απλώς όφειλε να γνωρίζει τα προαναφερόμενα περιστατικά, επιδεικνύοντας την συνηθισμένη επιμέλεια. Τεκμαίρεται δε κατ’ αρχήν (λογικά) ότι ο τρίτος γνώριζε όλα τα περιστατικά τα οποία γνώριζε κάθε συνηθισμένος άνθρωπος που θα βρισκόταν στην θέση του, γιατί μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτό «το μη νοείν ο πάντες νοούσιν». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακυρότητα της δικαιοπραξίας που έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε διότι δεν εμπίπτει στην εξουσία αντιπροσωπεύσεως (ΑΚ 200),είτε διότι εμπίπτει στα άρθρα 178 και 179 είτε διότι δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 288, είτε, τέλος, διότι υπάρχει παραβίαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ με τα οποία (όρια) σκοπείται να παταχθεί η κακοπιστία και ανηθικότητα στις συναλλαγές και γενικά στην άσκηση κάθε δικαιώματος (βλ. και ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΕφΘεσ 1010/1993 Αρμ. 1994.1019, I.Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ.ΛΑ’, 509 επ.) (ΕφΠατρ 28/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ) [1].

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: [email protected]

[1] ίδετε Πολ.Πρ. Πειραιώς 4797/2017

Πηγή άρθρου