Κατά τη γενική αρχή του δικαίου, που αποτυπώνεται στα άρθρα 140-157 Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιφέρει το σκοπούμενο από αυτήν αποτέλεσμα, πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων, δηλαδή να μην έλαβε χώρα υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής. Η γενική αυτή αρχή εφαρμοζόμενη και στο διοικητικό δίκαιο, προϋποθέτει για το έγκυρο αίτησης ή αναφοράς που απευθύνεται από φυσικό πρόσωπο προς δημόσια αρχή, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντελείται η δήλωση βούλησης, η βούληση του προσώπου να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα αποκλείοντα την ελεύθερη διαμόρφωσή της (ΣτΕ 2873/2006, 1987, 2316/1989, 4300/1983, 1393/1970).Περαιτέρω, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 140 – 141 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη αυτή δύναται να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης. Επομένως, πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση. Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι είχε από το νόμο, ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δήλωσής του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ τούτο περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση (ΑΠ 110/2019, 80/2007). Υπό το φως της γενικής αυτής αρχής είναι ερμηνευτέα και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ανάκληση παραίτησης από αίτηση του ενδιαφερομένου για την έκδοση διοικητικής πράξης δεν μπορεί να γίνει. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή προϋποθέτει έγκυρη και απαλλαγμένη ελαττωμάτων δήλωση βούλησης του παραιτηθέντος και ουδόλως αποκλείει την ανάκληση της παραίτησης, στην περίπτωση που αυτή έλαβε χώρα υπό καθεστώς συγγνωστής πλάνης. Προκειμένου να διαπιστωθεί από το αρμόδιο όργανο το συγγνωστό ή μη της πλάνης του παραιτηθέντος, πρέπει να υποβληθεί από αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τότε που συνειδητοποίησε την πλάνη του, αίτηση ανάκλησης της παραίτησής του, στην οποία να εκτίθενται και οι λόγοι, εξαιτίας των οποίων επήλθε η πλάνη αυτή. Για τη διάγνωση δε της συνδρομής ή μη συγγνωστής πλάνης συνεκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης, όπως ιδίως οι ιδιαίτερες γνώσεις ή ικανότητες του παραιτηθέντος, η μόρφωση, το πνευματικό επίπεδο, η εμπειρία και η δυνατότητα πληροφόρησής του στη συγκεκριμένη περίπτωση (Απόσπασμα από την υπ’ αριθμ. 497/2021 ΣτΕ).
Ναταλία Κ. Νεραντζακη, Δικηγόρος
Email: [email protected]