Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1711, 1846, 1847, 1848, 1854 και 1856 ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: α) κατά τον χρόνο του θανάτου προσώπου η περιουσία του επάγεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους, οι οποίοι μπορούν να την αποποιηθούν μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθαν την επαγωγή και το λόγο της, β) η αποποίηση αυτή γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (βλ. και 812 ΚΠολΔ), γ) αν ο κληρονόμος καλείται στην κληρονομιά σε περισσότερες μερίδες από τον ίδιο ή από άλλο λόγο, μπορεί να την αποδεχθεί ή να την αποποιηθεί για κάθε μία χωριστά, δ) αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή σε εκείνον που αποποιήθηκε, θεωρείται ότι δεν έγινε και στην περίπτωση αυτή επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία αρχίζει από τη γνώση της αποποίησης του προηγουμένου και της εξαιτίας αυτής κλήση του κληρονόμου [1]. Ειδικότερα, κληρονόμος μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί (ΑΚ 1711 εδ. α΄).
Η επαγωγή της κληρονομιάς είναι η αυτοδίκαιη κλήση και ταυτόχρονη προσωρινή κτήση της από τον κληρονόμο με διαλυτική αίρεση δικαίου, δηλαδή με τη διαλυτική αίρεση της αποποίησης απ’ αυτόν της κληρονομιάς που έχει επαχθεί σ’ αυτόν. Ο χρόνος της επαγωγής, με την οποία ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου τόσο στην από διαθήκη όσο και στην από το νόμο διαδοχή [2]. Ακόμη και όταν το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονόμου βασίζεται σε μεταγενέστερα γεγονότα, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η κλήση κληρονόμου στην κληρονομιά γίνεται μετά από αποποίηση της κληρονομιάς από κληρονόμο που προηγούνταν (βλ. και ΑΚ 1856), κήρυξη προηγούμενου κληρονόμου ως ανάξιου με δικαστική απόφαση (βλ. και ΑΚ 1863) ή ακύρωση της διαθήκης (ΑΚ 1787,184) θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι η επαγωγή έγινε κατά το χρονικό σημείο της ΑΚ 1711 εδ. γ` [3]. Ο μεταγενεστέρως καλούμενος αρκεί να ζει ή να είναι τουλάχιστον συνειλλημμένος κατά το χρόνο της σ’ αυτόν επαγωγής της κληρονομιάς (πλασματικής), δηλαδή κατά το χρόνο που θανάτου του κληρονομούμενου [4].
Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον, ο οποίος θα εκαλείτο αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει [5].
Προσέτι, σύμφωνα με το άρθρο 1711 ΑΚ, ο κυοφορούμενος μπορεί να κληρονομήσει τόσο εκ διαθήκης όσο και εξ αδιαθέτου. Η ρύθμιση βρίσκεται σε αρμονία με την ΑΚ 36. Συνεπώς, ο κυοφορούμενος έχει πλήρη ικανότητα να κληρονομήσει, υπό την αναβλητική νομική αίρεση (condition iuris) ότι θα γεννηθεί ζωντανός. Αν η αίρεση πληρωθεί, ο κυοφορούμενος θεωρείται ότι ήταν ήδη κατά το θάνατο του κληρονομούμενου (ενέργεια ex tunc) γεννημένος. Συνεπώς, είχε κατά τον ίδιο χρόνο την ικανότητα να κληρονομήσει και γι’ αυτό αποκτά και κληρονομικό δικαίωμα (ΑΚ 36, 1710 § 1). Αν όμως η πλήρωση της αίρεσης ματαιωθεί, η συνέπεια είναι, ότι ο κυοφορούμενος δεν είχε ποτέ την ικανότητα να κληρονομήσει και ούτε έγινε ποτέ κληρονόμος. Γι’ αυτό στην κληρονομιά καλούνται τα πρόσωπα που θα καλούνταν αμέσως με την επαγωγή αν δεν υπήρχε ο κυοφορούμενος. Ο τελευταίος, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις υπεισέρχεται όχι μόνο στα δικαιώματα αλλά και στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια της καθολικής διαδοχής. Άλλο είναι το ζήτημα ότι κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1912 ο κυοφορούμενος κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής [6]. Τέλος, ως προς τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου της σύλληψης εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, το (μαχητό) τεκμήριο της ΑΚ 1468 [7], κατά το οποίο: «Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό», δηλαδή κατ’ αρχήν κάποιος θεωρείται κυοφορούμενος έως και δέκα μήνες πριν από τη γέννησή του [8].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
Το παρόν αποτελεί απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 8/2022 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πατρών.
[1] βλ. ΑΠ 493/2003 ΤΝΠ-Νόμος
[2] βλ. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Στ`, Ημιτόμος Α`, άρθρο 1711 ΑΚ, αριθ. 5, 7, σ. 91
[3] βλ. ΑΠ 1374/1988, ΕλλΔ/νη 1991/335, ΕφΑθ 5966/2003, ΕλλΔ/νη 2004/245, Α. Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ, άρθρο 1711, αριθ. 19, σ. 1150
[4] βλ. Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 1856 ΑΚ, αριθ. 3, σ. 620
[5] βλ. ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 426/2002, ΕφΘεσ 1920/2013 ΤΝΠ-Νόμος
[6] βλ. Α. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο Ερμηνεία, Κληρονομικό δίκαιο, Τόμος !Χ, άρθρο 1711, σ. 50-51, ΜΠρΡοδ 259/2012 ΤΝΠ-Νόμος
[7] βλ. Α. Γεωργιάδης, ό.π., άρθρο 1711, αριθ. 7, σ. 1148
[8] Α. Γεωργιάδης, ό.π., άρθρο 36, αριθ. 4, σ. 101