Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 1815 εδάφ. α΄ ΑΚ που ορίζει ότι «ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς ή με τέκνα ή εγγόνους αμφιθαλών αδελφών παίρνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1814 εδάφ. α΄ ΑΚ που ορίζει ότι «στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου και οι αδελφοί, καθώς και τα τέκνα και έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν απ’ αυτόν», συνάγεται ότι ο περιορισμός της μερίδας των ετεροθαλών επέρχεται εκ του νόμου όταν υπάρχει διαδοχή στη δεύτερη τάξη, δηλαδή όταν αυτοί κληρονομούν αδελφόν. Αντίθετα, όταν κληρονομούμενος είναι ο γονέας, δεν έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα διάταξη, αλλ’ αυτή του άρθρου 1813 ΑΚ, κατά την οποία ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου και ως τοιούτοι νοούνται οι εκ νομίμου γάμου προερχόμενοι, ήτοι τέκνα, έγγονοι, δισέγγονοι κ.λπ., αδιαφόρως αν κατάγονται εξ ενός και του αυτού γάμου του κληρονομούμενου ή εκ διαφόρων νομίμων γάμων αυτού.
Έτσι, υπό το φως των παραπάνω σκέψεων, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 795/2003 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δέχθηκε τα εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του αν και δέχεται ότι ο ενάγων και οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι ήσαν αδελφοί, ως τέκνα του κατά την 18/6/1989 αποβιώσαντος […], και ειδικότερα ο μεν ενάγων τέκνο από τον πρώτο νόμιμο γάμο του άνω αποβιώσαντος, οι δε δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι τέκνα από τον δεύτερο νόμιμο γάμο αυτού (με την πρώτη εναγομένη), εν τούτοις εφάρμοσε, για την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, τις διατάξεις των άρθρων 1814 και 1815 ΑΚ, ως εάν επρόκειτο για διαδοχή στη δεύτερη τάξη, ήτοι ως εάν ο κληρονομούμενος να ήταν αδελφός του ενάγοντος, αντί των εφαρμοστέων διατάξεων 1813 και 1825 ΑΚ, αφού πρόκειται για διαδοχή στην πρώτη τάξη, δεδομένου ότι ο κληρονομούμενος ήταν πατέρας του ενάγοντος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις 1814 και 1815 ΑΚ και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο της αιτήσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση.».
Αγγελική Πολυδώρου, δικηγόρος
e-mail: [email protected]