Κατά τη διάταξη της ΑΚ 904 § 1 εδ. α, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υπόχρεου σε “βάρος” της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που “επιβάλλεται” στον λήπτη χωρίς τη θέλησή του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ` αντικειμενική κρίση αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντά του [ΑΠ 355/2015, 784/2005 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ][1].
Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλότριων μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοίκησης (ΑΚ 737 εδ. β`) ή της μη γνήσιας (ΑΚ 739 εδ. β`), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 784/2005)[2].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: [email protected]
[1] Βλ. 3411/2019 ΠΠΡ ΑΘΗΝΩΝ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[2] Βλ. 355/2015 ΑΠ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ