Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Είναι τελικά προσωπικά δεδομένα οι αναρτήσεις στο Facebook; | Νομικά Blogs

Συντάκτες: Μελίνα Σκόνδρα – Δημήτρης Βέρρας

Τα τελευταία χρόνια, με την έκρηξη της δημοφιλίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα Δικαστήρια έγιναν αποδέκτες νέων ειδών αποδεικτικών μέσων, που προέρχονται από αναρτήσεις σε social media και προσκομίζονται για την απόδειξη ή ανταπόδειξη κάθε λογής ισχυρισμού. Κυρίαρχη θέση στο περιβάλλον αυτό έχουν οι αναρτήσεις από το Facebook, οι οποίες λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του μέσου, έχουν τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν πάσης φύσεως πληροφορίες, όπως φωτογραφίες, αλλά και κείμενα γνώμης.

Στο πλαίσιο αυτό, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και προβληματισμό, παρακολουθεί κανείς τις δυσκολίες που συναντά η νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων στο τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η προσκόμιση των αναρτήσεων αυτών. Τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια φαίνονται να αντιμετωπίζουν την προσκόμιση αναρτήσεων από μέσα κοινωνικής δικτύωσης  με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, μολονότι και αυτά πολύ συχνά περιέχουν προσωπικά δεδομένα του αντιδίκου.

Η αντιμετώπιση αυτή έχει πλέον πρακτικά παγιωθεί σε δύο διαφορετικές, πλην εξίσου εσφαλμένες, προσεγγίσεις, οι οποίες ενίοτε μάλιστα συναντώνται:

• Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η προσκόμιση αναρτήσεων είναι νόμιμη μόνον εφόσον έχει προηγηθεί η συγκατάθεση του υποκειμένου, ήτοι του χρήστη που έχει κάνει την ανάρτηση. Η άποψη αυτή εισάγεται με την Εφ.Λαρ. 346/2015 και έχει έκτοτε ακολουθηθεί, μεταξύ άλλων από τις Εφ.Λαρ. 188/2019, Μον.Εφ.Θεσ. 1302/2020, Μον.Εφ.Θεσ. 6/2022 και Μον.Πρ.Θεσ. 5607/2022.

• Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, η νομιμότητα της προσκόμισης αναρτήσεων εξαρτάται από το κοινό στο οποίο αυτή αρχικώς απευθυνόταν. Αν το κοινό της ανάρτησης ήταν όλοι οι χρήστες του μέσου (public), τότε η προσκόμιση είναι νόμιμη, ενώ αντίθετα, αν η ανάρτηση απευθυνόταν μόνο στους “φίλους” του χρήστη που την έκανε, τότε αυτή αποτελεί απαράδεκτο ή απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο. Σύμφωνα με την νομολογία αυτή, ο λόγος για τον οποίο γίνεται η διάκριση αυτή είναι διότι στην πρώτη περίπτωση η (δημόσια) ανάρτηση δεν αποτελεί προσωπικό δεδομένο, ως εκ τούτου δεν τυγχάνει προστασίας από τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα.

Η άποψη αυτή εισάγεται με την Μον.Πρ.Θεσ. 13748/2017 και την Ειρ.Θεσ. 6981/2017, όπου για πρώτη φορά υιοθετείται από πολιτικό δικαστήριο η εσφαλμένη κρίση της ποινικής Τρ.Εφ.Αθ. 175/2014 πως οι δημόσιες πληροφορίες δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα.

Το σύνολο των αποφάσεων αυτών, με μικρές παραλλαγές ως προς τη μείζονα ή ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η νομιμότητα της προσκόμισης των αναρτήσεων εξαρτάται από το κοινό στο οποίο απευθύνονται και συναρτάται με το αν αυτές αποτελούν ή όχι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Οι δύο ως άνω προσεγγίσεις είναι εσφαλμένες για τους κάτωθι λόγους:

1.  Η δημοσιότητα της πληροφορίας ως εννοιολογικό στοιχείο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Τέτοια απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στα πλαίσια της δίκης, αποτελούν και οι εκτυπώσεις που αποτυπώνουν αναρτήσεις στις οποίες προέβη κάποιος χρήστης στο «προφίλ» του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης “Facebook” ώστε να είναι ορατές μόνο από τους «φίλους» του στο συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης (βλ. και ΜΠρΘεσσαλ 13748/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ο Ν. 2472/1997 για την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» τιμωρεί την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής σε περίπτωση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων χωρίς να υφίσταται συναίνεση για την επεξεργασία τους (βλ. ΕφΛαρ 346/2015, ΕφΑθ 175/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφορά, δηλαδή, σε επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και στην επεξεργασία κρυφών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Όσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, όμως όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί παύει να είναι άξια προστασίας από τον εν λόγω νόμο, ήτοι όταν τέτοια προσωπικά δεδομένα του ατόμου είναι γνωστά σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό προσώπων ή μπορούν να γίνουν από αυτούς εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται εξακριβωμένα, τότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα για πληροφορική αυτοδιάθεση και στην ιδιωτική ζωή.

Στην περίπτωση του μέσου κοινωνικής δικτύωσης “Facebook”, ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας στο «προφίλ» του, εάν επιθυμεί να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτό, στις φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, δηλαδή να προβεί σε ρυθμίσεις περιορισμού προσβάσεως στις πληροφορίες του. Ακόμη όμως, έχει τη δυνατότητα να καταστήσει δημόσια κι ελεύθερα προσβάσιμα σε όλους (ακόμη και σε χρήστες του διαδικτύου που δεν έχουν λογαριασμό στο “Facebook”) τα στοιχεία αυτά, με την καταχώρισή τους στον εν λόγω ιστότοπο χωρίς ρυθμίσεις ασφαλείας. Πληροφορίες, όμως, οι οποίες αναρτώνται από το υποκείμενο των δεδομένων σε δημόσια πρόσβαση στο διαδίκτυο δεν συνιστούν προσωπικό δεδομένο και δεν εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 2472/1997 (βλ. ΤριμΕφΑθ 175/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, Βούλευμα ΠλημμΑθ 1281/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).”

Αυτό είναι το σκεπτικό της μείζονος πρότασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης στην απόφαση 6981/2017, η οποία και διαμόρφωσε την κυρίαρχη νομολογιακή προσέγγιση μέχρι και σήμερα. Αξιοποιώντας τις προηγηθείσες Τρ.Εφ.Αθ. 175/2014 για τη δημοσιότητα των προσωπικών δεδομένων, Εφ.Λαρ. 346/2015 για τη συγκατάθεση ως αποκλειστική προϋπόθεση νομιμότητας της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και Μον.Πρ.Θεσ. 13748/2017 για τις αναρτήσεις ως απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα κατ’ αναλογίαν με την παράνομη ηχογράφηση συνομιλιών, το δικαστήριο διαμόρφωσε ένα σκεπτικό στο οποίο συμπλέκονταν και συγχέονταν τρία διακριτά δικαιώματα: η ιδιωτικότητα, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και το απόρρητο της επικοινωνίας. Η σύγχυση αυτή αποτυπώνεται εμφανώς στη σκέψη του δικαστηρίου πως «Όσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, όμως όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί παύει να είναι άξια προστασίας από τον εν λόγω νόμο, ήτοι όταν τέτοια προσωπικά δεδομένα του ατόμου είναι γνωστά σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό προσώπων ή μπορούν να γίνουν από αυτούς εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται εξακριβωμένα, τότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα για πληροφορική αυτοδιάθεση και στην ιδιωτική ζωή».

Απόρρητο, ιδιωτικότητα και προσωπικά δεδομένα σε μια πρόταση, ως ένα ενιαίο δικαίωμα.

2. Τα τρία δικαιώματα της «ιδιωτικής σφαίρας».

Εκ του Συντάγματος, αλλά και των εφαρμοστικών του νόμων, προστατεύονται τρία διακριτά ατομικά δικαιώματα που συναπαρτίζουν τη λεγόμενη «ιδιωτική σφαίρα του ατόμου». Αυτά δεν είναι άλλα από το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 9 παρ. 1 εδ.β’ Συντ.), το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (αρθ. 9Α Συντ.) και το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών (αρθ. 19 παρ. 1 Συντ.).

Το πεδίο εφαρμογής καθενός εκ των τριών αυτών δικαιωμάτων είναι διακριτό. Και αν είναι ευκολότερη η διάκριση του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών με τα άλλα δύο, δεν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά τη διάκριση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή από εκείνο της προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν θα επεκταθούμε στην αναλυτική παράθεση των στοιχείων που διακρίνουν τα δύο παραπάνω δικαιώματα μεταξύ τους, παρά μόνο επιγραμματικά και συνεκδοχικά.  Η βασικότερη διαφορά τους θα μπορούσε να συνοψιστεί στο γεγονός ότι ενώ στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή το άτομο είναι εκείνο που πρωτίστως καθορίζει την εμβέλειά του (ήτοι επιλέγει το ίδιο ποιες πληροφορίες που το αφορούν θα κρατήσει ως ιδιωτικές ή και απόρρητες και ποιες θα δημοσιοποιήσει σε ευρύτερο κύκλο ατόμων), δεν συμβαίνει το ίδιο στο δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Στο τελευταίο, κριτήριο για την εφαρμογή του οικείου νομοθετικού πλαισίου δεν είναι η επιλογή του ατόμου, αλλά αποκλειστικά το εάν μια συγκεκριμένη πληροφορία συνδέεται ή όχι με φυσικό πρόσωπο ταυτοποιημένο ή δυνητικά ταυτοποιήσιμο μέσω σύνδεσής της και με άλλες πληροφορίες . Σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, κι εφόσον δεν συντρέχει κάποια από τις περιοριστικά απαριθμούμενες εξαιρέσεις του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ που συναντούμε στο άρθρο 2, κάθε χρήση αυτής της πληροφορίας θα αποτελεί  επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι ευρέως γνωστή, δημοσιοποιημένη, κρυφή ή όχι, απόρρητη ή μη. Τούτο διότι ο ορισμός της έννοιας των προσωπικών δεδομένων, αλλά και όλη η διάρθρωση και το πνεύμα τόσο της προκατόχου του ΓΚΠΔ Οδηγίας 95/46/ΕΚ, όσο και του ίδιου του ΓΚΠΔ ουδόλως προϋποθέτουν το στοιχείο του απορρήτου μιας πληροφορίας, προκειμένου αυτή να μπορεί να ενταχθεί στον ορισμό των προσωπικών δεδομένων που αποτελεί πύλη εισόδου στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω νομοθετημάτων .

3. Ποιες πληροφορίες αποτελούν προσωπικά δεδομένα.

Με άλλα λόγια, το σκεπτικό πως υπάρχουν πληροφορίες δημόσιες που δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα και πληροφορίες «ιδιωτικές» οι οποίες εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας είναι απολύτως εσφαλμένο. Η έννοια της λέξης «προσωπικά» ή «προσωπικού χαρακτήρα» δεν είναι πως μια πληροφορία είναι απόρρητη ή εμπιστευτικήαλλά πως αυτή σχετίζεται με ένα πρόσωπο. Είναι μια πληροφορία για το πρόσωπο. Πρόκειται για μια παρανόηση που συναντάμε συχνά στον δημόσιο διάλογο («δεν μπορώ να σου πω γιατί είναι προσωπικά δεδομένα»), την οποία όμως βλέπουμε να αναπαράγεται και σε δικαστικές αποφάσεις.

Προσωπικά δεδομένα αποτελούν το όνομα και η εικόνα ενός εκάστου εξ ημών, μολονότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να είναι σε γνώση απροσδιόριστου αριθμού προσώπων.

4. Αποτελούν οι αναρτήσεις προσωπικά δεδομένα;

Με βάση τα ανωτέρω, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ως προς το αν οι αναρτήσεις μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν προσωπικά δεδομένα.

Οι αναρτήσεις δεν αποτελούν μόνο προσωπικά δεδομένα, αλλά και περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα, αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί το μείζον κριτήριο είναι η πληροφορία που περιλαμβάνεται ή αποκαλύπτεται έμμεσα και όχι η έννοια της ιδιωτικότητας και του απορρήτου. Υπό το δεδομένο αυτό, μια ανάρτηση στο Facebook κατ’ ακριβολογία δεν αποτελεί ένα μονοδιάστατο προσωπικό δεδομένο, αλλά περιλαμβάνει σειρά προσωπικών πληροφοριών: τον χρόνο της ανάρτησης, τις πληροφορίες που αφορούν τον χρήστη ή και τρίτα πρόσωπα, τις σκέψεις ή κρίσεις που καταγράφει, τις φωτογραφίες που τη συνοδεύουν, ακόμη και το κοινό στο οποίο αυτή απευθύνεται. Όλες αυτές οι απολύτως διακριτές πληροφορίες αποτελούν προσωπικά δεδομένα που προκύπτουν από μια ανάρτηση και περιλαμβάνονται σε αυτή.

Παράλληλα, οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να περιλαμβάνουν και προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων. Τα πρόσωπα που απεικονίζονται στην αναρτηθείσα φωτογραφία, τα πρόσωπα που περιγράφονται στο κείμενο της ανάρτησης, ακόμη και τα πρόσωπα που σχολιάζονται  (έστω και χωρίς να κατονομαστούν) μπορούν να ταυτοποιούνται μέσω της ανάρτησης, ως εκ τούτου να αποτελούν υποκείμενα των δεδομένων.

Κατά συνέπεια, η κρίση πως οι αναρτήσεις «αποτελούν» ή «δεν αποτελούν» προσωπικά δεδομένα είναι εξαιρετικά απλοϊκή και αποτυγχάνει να συλλάβει το σύνθετο πλαίσιο υπό το οποίο πρέπει να εξετάζεται η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, τόσο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, όσο και από το δικαστήριο.

5. Οι φίλοι και οι «φίλοι».

Με βάση τη διάκριση που κάνουν τα πολιτικά δικαστήρια σε σχέση με το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι αναρτήσεις, μια ανάρτηση μπορεί να απευθύνεται και να είναι ορατή σε κάθε χρήστη του μέσου ή να περιορίζεται στους «φίλους» του χρήστη που την κάνει. Σε αντίθεση με τους φίλους ενός ανθρώπου, οι οποίοι μπορούν να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού, οι «φίλοι» του μέσου κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αριθμούν μέχρι και 5.000 άτομα.

Όπως είναι προφανές, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να είναι μέλη της οικογένειας και πρόσωπα του πολύ στενού περιβάλλοντος του χρήστη ή πρόσωπα με τα οποία κάποτε συναντήθηκε και γνωρίστηκε. Στα πρόσωπα αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται και άτομα με τα οποία ο χρήστης δεν έχει γνωριστεί ποτέ και τα οποία έχουν περιληφθεί στην κατηγορία των «φίλων» του επειδή έχουν κοινούς γνωστούς, μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα ή και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Τέτοιους «φίλους» μπορεί κανείς να έχει ακόμη και αν το σύνολο των διαδικτυακών επαφών του δεν υπερβαίνει τις λίγες δεκάδες.

Υπό το δεδομένο αυτό, είναι ασαφές ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που θα μπορούσε να διαφοροποιεί την αποδεικτική ισχύ και την ίδια την υπόσταση μιας προσκομιζόμενης ανάρτησης που απευθύνεται σε κάποιες εκατοντάδες «φίλων» σε σχέση με μια ανάρτηση που είναι δημόσια. Οι αποφάσεις που δέχονται τη διάκριση αυτή δεν το αιτιολογούν πειστικά, ενώ ουδέποτε έχουν εξετάσει τον αριθμό των προσώπων που αποτέλεσαν τον κύκλο των δυνητικών αποδεκτών της προσκομιζόμενης ανάρτησης.

Η Ειρ.Θεσ. 6981/2017 δέχθηκε πως οι δημόσιες αναρτήσεις της αιτούσας (τη ρύθμιση οφειλής) δεν συνιστούν προσωπικά δεδομένα και δεν προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν.2472/1997, καθώς «όταν τέτοια προσωπικά δεδομένα του ατόμου είναι γνωστά σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό προσώπων ή μπορούν να γίνουν από αυτούς εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται εξακριβωμένα, τότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα για πληροφορική αυτοδιάθεση και στην ιδιωτική ζωή». Ποιος είναι αυτός ο αριθμός προσώπων πέρα από τον οποίο η πληροφορία παύει να αποτελεί προσωπικό δεδομένο, όπως δέχεται το δικαστήριο; Είναι οι 100 «φίλοι» ή οι 1500; Και γιατί και οι μη δημόσιες αναρτήσεις να μην έχουν την ίδια τύχη με τις δημόσιες, όταν οι «φίλοι» του χρήστη υπερβαίνουν αυτό τον αριθμό;

6. Η εναλλαγή του κοινού.

Τα δικαστήρια κρίνουν την υπαγωγή ή μη των αναρτήσεων στο εφαρμοστικό και προστατευτικό πλαίσιο της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα με βάση το κοινό στο οποίο αυτές απευθύνονται. Δεν λείπουν μάλιστα και οι περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια μπερδεύουν τη δημοσιότητα της ανάρτησης με τη δημοσιότητα ενός λογαριασμού (προφίλ) στο Facebook, δεχόμενα πως υπάρχουν λογαριασμοί που εκ των ρυθμίσεών τους απευθύνονται μόνο σε στενό κύκλο. Χαρακτηριστικές επ’ αυτού, η Ειρ.Πατρ. 1594/2018 που κάνει λόγο για προφίλ στο Facebook που «δεν είναι κλειδωμένο» και η Εφ.Λαρ. 188/2019 που αναφέρει ότι «δεν προκύπτει εάν το προφίλ που εκείνος διατηρεί είναι δημόσιο (δηλαδή «ανοικτό» προς όλους) ή προσβάσιμο σε περιορισμένο αριθμό «φίλων».

Είναι βέβαια σαφές πως δεν υπάρχουν κλειδωμένοι λογαριασμοί και κλειστά προφίλ. Υπάρχουν δημόσιες αναρτήσεις και μη δημόσιες αναρτήσεις. Οι τελευταίες μάλιστα δεν αποτελούν μια και μόνη κατηγορία. Το Facebook παρέχει τη δυνατότητα της προβολής στο σύνολο των φίλων, που όπως ήδη αναφέρθηκε μπορεί να αποτελείται από χιλιάδες χρήστες, αλλά και σε επιμέρους ομάδες αυτών, όπως τους «στενούς φίλους» (“close friends”), ειδική κατηγορία κοινού που παρέχεται by default από το μέσο, την οικογένεια και οποιαδήποτε άλλη ειδική ομάδα προσώπων ο χρήστης δημιουργήσει. Με τη δημιουργία των ομάδων αυτών, ο χρήστης του μέσου έχει τη δυνατότητα να επιλέξει άμεσα τα πρόσωπα στα οποία η ανάρτησή του θα απευθύνεται και θα είναι ορατή.

Παράλληλα, το Facebook παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα να αλλάζει ανά πάσα στιγμή το κοινό αυτό· να «ανοίγει» και να «κλείνει» μια ανάρτηση ανάλογα με τις επιθυμίες του. Μια φωτογραφία που έχει αναρτηθεί ως public μπορεί μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να εξαφανιστεί, μέσω της εναλλαγής του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Στο Facebook δεν χρειάζεται να διαγράψεις μια ανάρτηση για να μην είναι πλέον ορατή· μπορείς απλά να την «κλείσεις».

Υπό το δεδομένο αυτό, είναι απορίας άξιον ποια θα ήταν η κρίση του δικαστηρίου που αξιολογεί τη νομιμότητα του αποδεικτικού μέσου με βάση το κοινό, αν ο αντίδικος του προσκομίσαντος τη δημόσια ανάρτηση προσκόμιζε με τη σειρά του την ίδια ανάρτηση με διαφορετικό, στενότερο, κοινό και ισχυριζόταν πως η φωτογραφική απεικόνιση που προσκομίστηκε είναι πλαστή. Τι θα έκρινε το δικαστήριο, αν δεχόμασταν πως το κριτήριο αυτό είναι καθοριστικό για το αν η ανάρτηση αυτή αποτελεί προσωπικό δεδομένο ή όχι και αν αυτή προστατεύεται ή δεν προστατεύεται από τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα;

Τούτο σημαίνει, ότι ανεξαρτήτως εάν οι αναρτήσεις απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό (πχ φίλων) ή είναι δημόσιες, είναι καταρχήν δυνατόν να προσκομιστούν ενώπιον Δικαστηρίων νόμιμα, υπό τις προϋποθέσεις που αναλύουμε αμέσως παρακάτω, και φυσικά υπό την προϋπόθεση της νόμιμης απόκτησής τους. Έτσι, αν ο διάδικος που τις προσκομίζει έχει πρόσβαση σε αυτές, επειδή ανήκει στο κοινό στο οποίο δημοσιοποιήθηκαν, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. στ΄ ΓΚΠΔ, θα μπορεί νόμιμα να κάνει χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων.

7. Η νομιμότητα της προσκόμισης ανάρτησης ως επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.

Η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων μέσω  ανάρτησης σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης συνεπάγεται ενδεχομένως απεμπόληση της προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή του αναρτήσαντος, όχι όμως και εκείνης του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών του δεδομένων. Ενόψει δε του γεγονότος ότι η συγκατάθεση ως νομική βάση επεξεργασίας προϋποθέτει θετική ενέργεια του υποκειμένου και πλήρη επίγνωση του σκοπού της επεξεργασίας, αλλά και γνώση του προσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας, δεν είναι νοητή η επίκληση του ισχυρισμού ότι κάθε ανάρτηση εμπεριέχει (σιωπηρή) συγκατάθεση σε κάθε μελλοντική επεξεργασία οποιουδήποτε αποκτήσει πρόσβαση σε αυτήν και για οποιονδήποτε σκοπό.

Η ανωτέρω νομολογία συγχέει τις προϋποθέσεις και το πεδίο εφαρμογής μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και εκείνου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Ουδόλως ο Ν. 2472/97 ή ο ΓΚΠΔ «τιμωρούν την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής», και δη κατά τρόπο ώστε το άτομο να χάνει την προστασία που του παρέχουν, επειδή δημοσιοποίησε προσωπικά του δεδομένα σε στενότερο ή ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ωστόσο δεν σημαίνει ότι είναι δυνατή η επεξεργασία αυτών των προσωπικών δεδομένων του χωρίς τις προϋποθέσεις του ΓΚΠΔ.

Ο χαρακτηρισμός μίας πληροφορίας ως προσωπικού δεδομένου δεν συνεπάγεται την καταρχήν απαγόρευση της επεξεργασίας της, εκτός εάν πρόκειται για δεδομένα ειδικών κατηγοριών (των παλαιότερα ονομαζόμενων «ευαίσθητων δεδομένων» του Ν.2472/97), για τα οποία απαιτείται να συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παρ. 2 ΓΚΠΔ εξαιρέσεις από την απαγόρευση. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον πρόκειται για «απλά» προσωπικά δεδομένα, η επεξεργασία τους είναι καταρχήν επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, της τήρησης των αρχών επεξεργασίας που επιβάλλει το άρθρο 5 ΓΚΠΔ, η βασικότερη εκ των οποίων είναι η νομιμότητα, ήτοι -μεταξύ άλλων- η αναγκαιότητα να είναι δυνατή η θεμελίωση της επεξεργασίας σε μία από τις 6 νομικές βάσεις επεξεργασίας του άρθρου 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ.

8. Η χρήση αναρτήσεων ως αποδεικτικών μέσων ενώπιον δικαστηρίων.

Η διαπίστωση αυτή από μόνη της επιτάσσει να εξετάσει κανείς εάν η εκάστοτε ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης μπορεί νόμιμα να εξαχθεί και να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον Δικαστηρίου.  Η πράξη της προσκόμισης ενώπιον δικαστηρίου αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, συνεπώς για να είναι σύννομη απαιτείται να πληρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις του ΓΚΠΔ.

9. Η συγκατάθεση του υποκειμένου.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί εισαγωγικώς, μια από τις δύο κατευθύνσεις της νομολογίας των πολιτικών δικαστηρίων είναι αυτή της σύνδεσης της νομιμότητας της προσκόμισης, ως εκ τούτου και του παραδεκτού του αποδεικτικού μέσου, με τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εν προκειμένω δηλαδή του αντιδίκου του προσκομίζοντος.

Η προσέγγιση αυτή συχνότατα συμπλέκεται με την έτερη προσέγγιση περί «μη δημοσίων» προσωπικών δεδομένων: αφού η προσκομιζόμενη ανάρτηση δεν απευθυνόταν σε όλους τους χρήστες του μέσου αποτελεί προσωπικό δεδομένο και άρα απαιτεί τη συγκατάθεση του αναρτήσαντος.

Την αρχή έκανε η Εφ.Λαρ. 346/2015, η οποία δέχθηκε ότι: «Ένας βασικός κανόνας που θέτουν οι παραπάνω νόμοι είναι ο εξής: για να χρησιμοποιήσει κάποιος τα προσωπικά μας δεδομένα για έναν συγκεκριμένο σκοπό πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση μας. Αυτό αποτελεί και τη συνήθη περίπτωση κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο και σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να έχουμε δηλώσει άμεσα ή έμμεσα ότι συναινούμε στην επεξεργασία, αφού προηγουμένως έχουμε ενημερωθεί ακριβώς για το ποιος είναι αυτός που θέλει να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα μας (ή αλλιώς ο «υπεύθυνος επεξεργασίας»), για ποιον λόγο θέλει να τα χρησιμοποιήσει, ποια στοιχεία μας θέλει να αποκτήσει και σε ποιους θα τα διαβιβάσει. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις (π.χ. η επεξεργασία των δεδομένων μας κάποιες φορές επιβάλλεται από νόμο ή αποτελεί έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας, οπότε και επιτρέπεται να γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση μας). Οι εξαιρέσεις αυτές ορίζονται ρητά στους νόμους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων».

Η προσέγγιση αυτή βρίθει νομικών και λογικών σφαλμάτων. Ακόμη και υπό το νομοθετικό πλαίσιο του Ν.2472/1997, με βάση τον οποίο η συγκατάθεση αποτελούσε τον κανόνα και οι υπόλοιπες νομικές βάσεις την εξαίρεση, κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως η συγκατάθεση αποτελεί μονόδρομο για την επεξεργασία. Το δικαστήριο, στην απόφαση αυτή, δέχεται πως η χρήση-προσκόμιση μιας ανάρτησης απαιτεί την εξασφάλιση της συγκατάθεσή μας, ενώ παράλληλα «υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις» που «ορίζονται ρητά στους νόμους» τις οποίες ωστόσο δεν εξετάζει καν.

Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο πρακτικά μπλοκάρει οποιαδήποτε προσκόμιση ανάρτησης σε δικαστήριο, αφού δεν αφήνει ούτε τον ελάχιστο ερμηνευτικό χώρο για την επίκληση άλλης βάσης νομιμότητας. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς, με βάση το σκεπτικό αυτό, πώς θα μπορούσε κάποιος να διεκδικήσει αποζημίωση για τη δυσφήμιση που υπέστη από μια ανάρτηση, αν δεν έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του προσώπου που τον δυσφήμισε. Επίσης ευλόγως αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς μπορεί κανείς να προσκομίζει στο δικαστήριο προσωπικά δεδομένα του αντιδίκου του (μια βεβαίωση, μια καταγγελία, μια επιστολή) αν ο «βασικός κανόνας» είναι ότι για τη χρήση των προσωπικών δεδομένων μας «πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή μας».

Είναι βέβαια σαφές πως η συγκατάθεση ποτέ δεν θα μπορούσε να αποτελεί τη νομική βάση για την επεξεργασία αυτή. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν λόγο για τον οποίο ο διάδικος θα συναινούσε στην προσκόμιση των προσωπικών δεδομένων του από τον αντίδικο, ενώ ακόμη και η ιδέα πως ο αντίδικος αυτός θα όφειλε να αποκαλύψει εκ των προτέρων τα αποδεικτικά του στοιχεία στο υποκείμενο, προκειμένου να λάβει την άδειά του, κλονίζει ολόκληρο το οικοδόμημα της αποδεικτικής διαδικασίας και της πολιτικής δίκης.

Η νομική βάση για την προσκόμιση προσωπικών δεδομένων δεν είναι άλλη από το έννομο συμφέρον του διαδίκου που προσκομίζει.

10. Το έννομο συμφέρον.

Το έννομο συμφέρον, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ, δεν είναι πλέον η «εξαίρεση» στον κανόνα της συγκατάθεσης. Είναι μια νόμιμη βάση απόλυτα ίση με τις υπόλοιπες πέντε.

Ακόμη και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του Ν.2472/1997, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είχε δεχθεί πως το έννομο συμφέρον είναι αυτό που νομιμοποιεί τη λήψη και προσκόμιση προσωπικών δεδομένων σε δικαστήριο. Η κρίση της αυτή είχε διατυπωθεί σε σειρά αποφάσεών της σχετικά με τη νομιμότητα της χορήγησης προσωπικών δεδομένων σε φυσικά πρόσωπα, προκειμένου να τα προσκομίσουν στη συνέχεια στο δικαστήριο.

Η Αρχή είχε δημιουργήσει και μια ιδιότυπη σύνδεση του εννόμου συμφέροντος με την αναγνώριση, υπεράσπιση ή άσκηση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, που αποτελούσε έναν από τους λόγους που επέτρεπαν την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Πρόκειται για την «κατά μείζονα λόγο» εφαρμογή των κανόνων νομιμότητας για τα ευαίσθητα και στα «απλά δεδομένα».

Σύμφωνα με το τεκμήριο αυτό, αφού ο νομοθέτης επιτρέπει ακόμη και την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων όταν πρόκειται για την αναγνώριση – υπεράσπιση δικαιώματος, θα ήταν παράδοξο να δεχθούμε πως ο σκοπός αυτός δεν καταλαμβάνει και τα ηπιότερης προστασίας «απλά» προσωπικά δεδομένα. Όπως επεσήμαινε χαρακτηριστικά η Αρχή, «Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι όταν: το έννομο συμφέρον του τρίτου υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και ταυτόχρονα δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του (βλ. στοιχ. ε΄ του προαναφερόμενου άρθρου). Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η χορήγηση προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (βλ. στοιχ. γ΄ του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997 για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οποίο ισχύει κατά μείζονα λόγο και στα απλά προσωπικά δεδομένα).» Η Αρχή παγίως αποφεύγει να κρίνει τη νομιμότητα της προσκόμισης των αποδεικτικών μέσων, θεωρώντας πως η πράξη επεξεργασίας αυτή ελέγχεται αποκλειστικά από τα δικαστήρια. Έκρινε όμως τη χορήγηση των δεδομένων προς τον σκοπό της δικαστικής χρήσης τους, διατυπώνοντας έτσι έμμεσα τη γνώμη της ως προς τις απαιτήσεις νομιμότητας.

Αντίστοιχη κρίση είχε διατυπώσει και ο Άρειος Πάγος: «Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του ίδιου νόμου, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων».

Ήταν λοιπόν σαφές, ήδη υπό τον Ν.2472/1997, ότι η συλλογή και προσκόμιση προσωπικών δεδομένων ενώπιον δικαστηρίου στηρίζεται στο «υπέρτερο έννομο συμφέρον», όπως αυτό οριζόταν στο άρθρο 5 παρ.2ε’ του νόμου. Αυτό δεν σήμαινε και δεν σημαίνει πως το έννομο συμφέρον αποτελεί λευκή επιταγή για την επεξεργασία οποιωνδήποτε προσωπικών δεδομένων επιθυμεί ο διάδικος, ανεξαρτήτως της κρισιμότητας αυτών και της αναγκαιότητας της προσκόμισής τους.

Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η αναγκαιότητα αυτή οριοθετείτο ως εξής: «Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα επίσης δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος.».

Τα κριτήρια αυτά του ανωτάτου δικαστηρίου ήταν ορθά, η δε εφαρμογή τους συμπληρώνεται πλέον από το πλαίσιο του εννόμου συμφέροντος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην υπόθεση C-13/16 (Rigas satiksme), το ΔΕΕ προσδιόρισε τις τρεις προϋποθέσεις της επίκλησης και τεκμηρίωσης του εννόμου συμφέροντος, ως τρία στάδια που πρέπει να εξετάζονται κατά σειρά και να πληρούνται σωρευτικά:

«28. Συναφώς, το άρθρο 7, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 95/46 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη, πρώτοντην επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, δεύτεροντην αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτοντην προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων».

Οι προϋποθέσεις αυτές του ΔΕΕ αποτελούν τον οδηγό με βάση τον οποίο μπορεί και πρέπει να κρίνεται η νομιμότητα της προσκόμισης των αναρτήσεων, όπως και της προσκόμισης πάσης φύσεως προσωπικών δεδομένων του αντιδίκου στο δικαστήριο. Υφίσταται έννομο συμφέρον, το οποίο επιδιώκεται με την προσκόμιση αυτή; Αναμφίβολα, και αυτό είναι το θεμελιώδες δικαίωμα του διαδίκου να ασκήσει ή να υπερασπιστεί το δικαίωμά του. Είναι η προσκόμιση αυτή αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, και αν ναι, είναι αυτή αναλογική, ώστε να μην πλήττει αδικαιολόγητα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του προσώπου στο οποίο τα δεδομένα αναφέρονται; Τα δύο τελευταία θα πρέπει να κρίνονται κατά περίπτωση.

11. Οι έννομες συνέπειες της μη σύννομης προσκόμισης αναρτήσεων και η δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα τις αναρτήσεις.

Ποια είναι όμως η έννομη συνέπεια που επέρχεται σε περίπτωση που η προσκόμιση αναρτήσεων ως αποδεικτικά μέσα σε δίκη δεν πληροί τις ανωτέρω απαιτήσεις του ΓΚΠΔ;

Η προφανής πρώτη απάντηση είναι ότι το θιγόμενο υποκείμενο των δεδομένων αποκτά αστικές αξιώσεις εκ της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων του, βάσει του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ. Παράλληλα, αποκτά και τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία ενώπιον της εποπτικής αρχής (ΑΠΔΠΧ).

Ωστόσο μία τέτοια προσκόμιση, η οποία κρίνεται ως μη σύννομη διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος, συνεπάγεται άραγε αυτομάτως την κήρυξη του ως απαράδεκτου αποδεικτικού μέσου;

 Ως γνωστόν στον ΚΠολΔ δεν υπάρχει διάταξη που να επιβάλλει τη δικονομική κύρωση του απαραδέκτου για παράνομα αποδεικτικά μέσα, αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, που αφορά αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν εν γένει με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών.

Τέτοια διάταξη όμως, και δη αμέσου εφαρμογής, υπάρχει στο άρθρο 19 παρ. 3 Συντ . Αυτή προβλέπει την απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των τριών δικαιωμάτων της ιδιωτικής σφαίρας, ήτοι των άρθρων 9, 9 Α και 19 παρ. 1 Συντ.  Ωστόσο, κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης, το μόνο που νομιμοποιείται (αλλά και οφείλει) να εξετάσει ο δικαστής, είναι το σύννομο της απόκτησης (και όχι αυτής καθαυτής της χρήσης ως αποδεικτικού μέσου) του προσκομιζόμενου εγγράφου.

Συνεπώς, εάν ο διάδικος απέκτησε σύννομα το αποδεικτικό μέσο, ακόμη και αν η χρήση του ενώπιον Δικαστηρίου δεν υπερβαίνει τον απαιτούμενο πήχυ της στάθμισης του άρθρου 6 παρ. 1 στ’ ΓΚΠΔ, το Δικαστήριο δεν έχει τη δικαιοδοσία να το απορρίψει ως απαράδεκτο, επιβάλλοντας μία δικονομική κύρωση που δεν προβλέπεται​. Ωστόσο, μία τέτοια χρήση εγείρει αστικές αξιώσεις του θιγόμενου προσώπου από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, τις οποίες μπορεί να διεκδικήσει ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, βασιζόμενο στο άρθρο 82 του ΓΚΠΔ.

12. Τελικά η δημοσιοποίηση δεν επιτελεί κανένα ρόλο;

Για την πληρότητα των γραφομένων μας, είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η «πρόδηλη δημοσιοποίηση» εκ μέρους του υποκειμένου επιδρά στην εξέταση της νομιμότητας της επεξεργασίας. Αυτό συμβαίνει όταν το υποκείμενο έχει δημοσιοποιήσει δεδομένα ειδικών κατηγοριών του (ευαίσθητα), γεγονός που επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση επεξεργασία τους κατά το άρθρο 9 παρ. 2 ε΄ ΓΚΠΔ. Προϋποτίθεται όμως ότι υπάρχει νομική βάση για την επεξεργασία δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 και τηρούνται οι αρχές επεξεργασίας του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ.

Αντίστοιχη εξαίρεση προβλέπεται επίσης στο άρθρο 85 του ΓΚΠΔ και το άρθρο 28 του Ν 4624/2019 σχετικά με την επεξεργασία για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στο Ν 2472/97 υπήρχε ανάλογη πρόβλεψη στο άρθρο 7 παρ. 2 γ΄, σχετικά με τη δυνατότητα κατ’ εξαίρεση της γενικής απαγόρευσης επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, εφόσον αυτά είχαν δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο, διάταξη που ερμηνευόταν τόσο από τα δικαστήρια όσο και από την ίδια την ΑΠΔΠΧ ότι ισχύει και για τα απλά δεδομένα, με το επιχείρημα «κατά το μείζον και το έλασσον». Είναι πιθανόν ότι αυτή ακριβώς η ερμηνεία επέτεινε τη σύγχυση σχετικά με το ρόλο της δημοσιοποίησης των προσωπικών δεδομένων και την δυνατότητα ελεύθερης επεξεργασίας τους.

Εντούτοις, μετά την εισαγωγή του ΓΚΠΔ κατέστη σαφές ότι οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 2 αποτελούν εξαιρέσεις από την απαγόρευση επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων και όχι αυτοτελείς νομικές βάσεις, κι επομένως προσαπαιτείται σωρευτικά η επεξεργασία να θεμελιώνεται πρωτίστως σε μία από τις νομικές βάσεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ .

Συμπερασματικά, οι ανωτέρω δύο περιπτώσεις δημοσιοποίησης που απαντώνται στον ΓΚΠΔ αποκλειστικά ως εξαιρέσεις, αφενός της απαγόρευσης επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων (άρθρο 9 παρ. 2 ε’ ΓΚΠΔ), αφετέρου για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης (άρθρο 85 ΓΚΠΔ), δεν αποτελούν παρά ακριβώς αυτό: εξαιρέσεις στις ανωτέρω συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις τους.  Συνεπώς, η μετατροπή των ανωτέρω εξαιρέσεων σε γενικευμένο κανόνα δεν είναι νοητή και αποδεκτή, ιδίως μετά την αποσαφήνιση που παρείχε στο ζήτημα αυτό ο ίδιος ο ΓΚΠΔ. Η δε δημοσιοποίηση πληροφοριών που αποτελούν προσωπικά δεδομένα δεν τα «αποχαρακτηρίζει», ούτε τα εξαιρεί του πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Αυτό που μπορεί, ευλόγως, να κάνει είναι να γείρει τη στάθμιση υπέρ του αντιδίκου που τα προσκομίζει.

Photo by Tobias Dziuba from Pexel

 

 

 

Πηγή άρθρου