Δευτέρα - Παρασκευή | 10:00 - 21:00 | ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Κ. ΣΙΝΤΟΡΗΣ ΜΑΡΙΑ Β. ΤΟΓΕΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Γρηγορίου Λαμπράκη 29, Ηγουμενίτσα

Αποποίηση κληρονομιάς – Η άπρακτη παρέλευση

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδάφ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο τον θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή τη θέλησή του. Το δικαίωμα, όμως, αυτό, της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς, είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από τον νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομιά που έχει επαχθεί σε αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ.

Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει την κληρονομιά που έχει επαχθεί σε αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδάφ. β΄ ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών [ή ενός (1) έτους αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό], που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/2014 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αν περάσει η προθεσμία αποποίησης, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Αν η αποποίηση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας, είναι άκυρη (άρθρο 1850 ΑΚ), η δε ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως και είναι οριστική και αθεράπευτη και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται, ούτε είναι λογικώς νοητή άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας. Ωστόσο, προς άρση της αβεβαιότητας για την τύχη της προς τον κληρονόμο επαγωγής μετά την πάροδο απράκτου της τετράμηνης αποσβεστικής προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς, η διάταξη του άρθρου 1850 εδάφ. β΄ ΑΚ καθιερώνει, υπό μορφή αμάχητου τεκμηρίου, το πλάσμα της δήλωσης του, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, απρακτήσαντος κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομιάς. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω αποδοχή χαρακτηρίζεται ως πλασματική αποδοχή κληρονομιάς και ως μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή επέχει θέση δηλώσεως βουλήσεως.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επόμ., 147 επόμ., 150 επόμ.), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2 – 4 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς, υπάρχει, δε, πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΟλΑΠ 3/1989 ΝοΒ 38. 606 με σχόλιο Παπαντωνίου, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 725/2014, ΑΠ 951/2013 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, εάν έχει λάβει χώρα πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς εξαιτίας της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την τελεσίδικη ακύρωση της πλασματικής αποδοχής «ex tunc», ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέπουσα από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής, η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της διάταξης του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ μπορεί να γίνει (ορ. ΑΠ 572/2016 ό.π.).

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 ΑΚ, προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται, δε, η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδάφ. α΄ ΑΚ (ΕφΘεσ 107/2021, ΑΠ 173/2014 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: [email protected]

Πηγή άρθρου