Κατά τις διατάξεις του άρθρου 443 του ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 3994/2011, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β)….. και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 παρ. 1 περ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων, όμως, που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη της είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, έκτος και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 του ΚΠολΔ, κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 του ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 του ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 του ΚΠολΔ (ΑΠ 756/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 39/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 74/2019 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου και επιπλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Έτσι για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, θα πρέπει να υπάρχει α) στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα, ενώ με το άρθρο 52 παρ.1 και 2 του ήδη καταργηθέντος ν.δ/τος 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» οριζόταν ότι «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ’ αυτού αντίγραφα των παρ’ αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακρίβειας των» (παρ. 1) και ότι «τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου» (παρ. 2), αντίστοιχη δε διάταξη υφίσταται και στο 36 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 4194/2013 (ισχύων Κώδικας Δικηγόρων). Ως αντίγραφα νοούνται και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (ΑΠ 570/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 27/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2209/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1587/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 122/2011 ΑχαΝομ 2012. 219). Από το συνδυασμό δε των άρθρων 449 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 435, 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 453 παρ. 1 και 458 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων που δεν έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, διότι δεν βεβαιώνεται η ακρίβειά τους από δημόσιο υπάλληλο έχοντα δικαίωμα αντιγραφής, λαμβάνονται υπόψη για συναγωγή από αυτές δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί να μην αμφισβητείται η γνησιότητά τους ή, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η γνησιότητα να έχει αποδειχθεί (ΑΠ 189/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1757/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 158/1995 ΕλΔνη 1996. 153, ΕφΠειρ 406/2014 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 457 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου του με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
α) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 του ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου για τη γνησιότητά του. Ο αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δηλώσεως για άρνηση της γνησιότητας, ο δε πρώτος της αποδείξεως αυτής, αν αμφισβητηθεί.
β) Εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή (μία ή περισσότερες), η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, τεκμήριο που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.
γ) Η απόδειξη από εκείνον που προσήγαγε το ιδιωτικό έγγραφο της γνησιότητας της υπογραφής σ’ αυτό που αμφισβητήθηκε από τον αντίδικο επιβάλλεται όχι μόνο αν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού για άμεση απόδειξη, αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1616/2001 ΝΟΜΟΣ).
Για την απόδειξη της γνησιότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης (άρθρο 458 του ΚΠολΔ), ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί κατά την διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα ιδιωτικά έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν προκύπτει ότι αυτά είναι γνήσια τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Τέλος, η άρνηση της γνησιότητας κάθε ιδιωτικού εγγράφου, πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει κατ’ αυτή τη συζήτηση κατά την οποία προσκομίζεται αυτό, εάν δε αυτό δεν γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρώς η γνησιότητα αυτού και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού σε μεταγενέστερη συζήτηση, και δη ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 964/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1304/2013 ΝΟΜΟΣ). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 του ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚΠολΔ (ΑΠ 1277/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1756/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 279/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2655/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 106/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 438/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 140/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1038/2008 ΝΟΜΟΣ) [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: [email protected]
[1] Aπόσπασμα της υπ’ αριθμ. 79/2022 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.