Το άρθρο 93 παρ. 1 ΑΚ, που έχει ευρύτερη εφαρμογή σε όλα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με σωματειακή μορφή και κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη εφαρμόζεται αναλόγως και στις άκυρες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου (ΑΠ 1043/2020, ΑΠ 433/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορίζει ότι η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του, που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Κατά, δε, τα άρθρα 95 και 96 ΑΚ, εξουσία σύγκλησης της συνέλευσης του σωματείου έχει καταρχήν η διοίκηση του σωματείου και σε εξαιρετικές περιπτώσεις η μειοψηφία των μελών, μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση που τα μέλη του σωματείου κληθούν σε γενική συνέλευση άνευ τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων και από αναρμόδια πρόσωπα ή όργανα, η τοιαύτη συγκέντρωση δε δύναται να θεωρηθεί ως γενική συνέλευση, δηλαδή είναι νομικά ανύπαρκτη και οι αποφάσεις αυτές δε δύναται να θεωρηθούν ως αποφάσεις του συλλογικού τούτου οργάνου, αλλά είναι απολύτως άκυρες, την ακυρότητα, δε, αυτή μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δεν χρήζουν προσβολής προς ακύρωση κατά το άρθρο 101 ΑΚ, το οποίο προϋποθέτει απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία συγκλήθηκε νόμιμα, αντίκειται, όμως, στο νόμο ή στο καταστατικό (ΑΠ 1601/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η γενική αναγνωριστική αγωγή κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, η οποία είναι καταρχήν απρόθεσμη και μπορεί να ασκηθεί όταν η προσβαλλόμενη απόφαση του σωματείου λόγω της βαρύτητας του ελαττώματος δεν είναι απλώς ακυρώσιμη, (επί της οποίας ισχύει η σύντομη αποσβεστική προθεσμία των έξι μηνών, ΑΠ 433/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά ανυπόστατη ή απολύτως άκυρη (άρθρο 180 ΑΚ). Τέτοιες αποφάσεις είναι και εκείνες, οι οποίες δεν περιεβλήθησαν τα εξωτερικά γνωρίσματα απόφασης, ή αποφάσεις προδήλως κατά το φαινόμενο μόνον τέτοιες ή αυτές που εκδόθηκαν πέραν από την ανήκουσα στη συνέλευση εξουσία ή εμφανίζουν αντίθεση με απαγορευτικό νόμο ή τα χρηστά ήθη από την άποψη του περιεχομένου της τυχόν εκφρασθείσης με αυτές δικαιοπρακτικής βούλησης κατά τα άρθρα 174 και 178 ΑΚ, οπότε στις περιπτώσεις αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν εφαρμόζεται το άρθρο 101 ΑΚ (ΑΠ 734/2021, ΑΠ 1506/2018, ΑΠ 410/2016, ΑΠ 819/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επί της αυτοδικαίως αυτής επερχόμενης ακυρότητας, η απόφαση της γενικής συνέλευσης (ή του διοικητικού συμβουλίου) είναι άκυρη εκ των προτέρων και δεν καθίσταται άκυρη με τη δικαστική απόφαση. Συνεπώς, η αγωγή ακυρότητας είναι αναγνωριστική του άρθρου 70 ΚΠολΔ, υπάγεται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της έδρας του σωματείου (άρθρο 18 ΚΠολΔ) ενόψει του ότι πρόκειται περί διαφοράς μη αποτιμητής σε χρήμα και ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής (Εφθεσ 1680/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή από τα μέλη του σωματείου, το ίδιο το σωματείο, τα διάφορα όργανά του και από τρίτα εκτός του σωματείου πρόσωπα. Η προβολή της απόλυτης ακυρότητας δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία και είναι διαφορετική από τη διαπλαστική αγωγή του άρθρου 101 ΑΚ (ΜΠρΑθ 2501/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)[1].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, ασκ. δικηγόρος
Email: [email protected]
[1] Bλ. 4628/2023 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ