Ιδίως παλαιότερες απαλλοτριώσεις περιοχών για τη διάνοιξη δρόμων, εφάρμοζαν ένα “αμάχητο τεκμήριο” ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών από το Ν. 653/1977, συνεπεία του οποίου δεν καταβαλόταν κανένα ποσό για αποζημίωσή τους για τη στέρηση ιδιοκτησίας τους.
Με το νόμο 2971/2001 άλλαξαν τα πράγματα.
πό τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν. 2971/2001 προκύπτει ότι το από τις διατάξεις του Ν. 653/1997 (άρθρο 1 παρ. 1 και 3) προβλεπόμενο τεκμήριο ωφελείας των παρόδιων ιδιοκτητών, είναι μαχητό και κρίνετατ μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, από το αρμόδιο για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης Εφετείο κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου αυτού, με το οποίο ορίζονται περαιτέρω και τα ακόλουθα «Ο εικαζόμενος ιδιοκτήτης ή ο αξιών δικαιώματα επί του απαλλοτριωμένσυ, εφόσον θεωρεί ότι δεν υφίσταται το τεκμήριο της ωφέλειας, μπορεί με αίτησή του να ζητήσει από το φορέα του έργου τη διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα κήρυξης της απαλλοτρίωσης, η υποβολή δε της αίτησης δεν αναστέλλει τις διαδικασίες της απαλλοτρίωσης (παρ. 2). Η αίτηση υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης περί προσωρινού ή απευθείας οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης και παραπέμπεται, μετά τη λήξη της προθεσμίας προς εξέταση σε τριμελή επιτροπή… (παρ. 3). .. Η αίτηση του ιδιώτη μαζί με την έκθεση της επιτροπής και τα στοιχεία της απαλλοτρίωσης αποστέλλονται από την αρχή, που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση στο κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δικαστήριο.., το οποίο οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης… (παρ. 6)…». Εξάλλου, με το άρθρο 37 εδ. α του αυτού Ν. 2971/2001, που περιέχει κανόνα διαχρονικού δικαίου, ορίζεται ότι η ισχύς των διατάξεων του ως άνω άρθρου 33 αρχίζει μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19.12.2001) και εφαρμόζονται και στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που δεν έχουν μέχρι της ισχύος του συντελεσθεί, στις δε περιπτώσεις, που, κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού, έχει παρέλθει η προθεσμία της τρίτης παραγράφου του η ανατρεπτική αυτή προθεσμία παρατείνεταιγια δύο (2) μήνες από την έναρξη της ισχύος του. Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 37 εδ. α του Ν. 2971/2001 καταλαμβάνονται από τις διαδικαστικές ρυθμίσεις του άρθρου 33 του ίδιου νόμου οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για τη διάνοιξη, βελτίωση ή διαπλάτυνση των εθνικών οδών της Χώρας, οι οποίες κηρύσσονται μετά την έναρξη της ισχύος του, αφού άλλωστε κατά το άρθρο 2 του ΑΚ «ο νόμος ορίζει για το μέλλον (και) δεν έχει αναδρομική ισχύ..». Καταλαμβάνονται επίσης,αναδρομικά, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, που κηρύχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001 αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συντελεσθεί αφού το άρθρο 2 του ΑΚ δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη και συνεπώς ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, εφόσον δεν προσβάλλονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα. Αντίθετα, το άρθρο 37 εδ. α του Ν. 2971/2001 δεν περιέχει ρύθμιση για τις συντελεσμένες ήδη κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 33 του ίδιου νόμου αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού άρθρου, οι ρυθμίσεις του οποίου (άρθρου 33) αφορούν καταρχάς τις μελλοντικές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, επεκτείνονται μεν και σε κηρυγμένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, μόνον όμως εάν αυτές ήταν ακόμη τότε σε εξέλιξη και όχι ήδη συντελεσμένες. Ως προς τις απαλλοτριώσεις ωστόσο αυτές η περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 37 εδ. α του Ν. 2971/2001 δεν καταλείπει κενό στην εφαρμογή του δικαίου, προκειμένου να ανατραπεί δικαστικά το νόμιμο κατά τα ανωτέρω τεκμήριο ωφέλειας των ιδιοκτητών ακινήτων που απέκτησαν με τη διάνοιξη, βελτίωση ή διαπλάτυνση εθνικής οδού πρόσωπο σ’ αυτή, αφού ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιδιώξει τη δικαστική ανατροπή του τεκμηρίου με τον τρόπο που μπορούσε και πριν από το Ν. 2971/2001, δηλαδή είτε στο πλαίσιο της δίκης για τον καθορισμό της οφειλόμενης για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης είτε και εκτός της δίκης αυτής. Επομένως, ως προς τις άνω απαλλοτριώσεις δεν τίθεται ζήτημα ανάλογης εφαρμογής των άρθρων 33 και 37 εδ. α του Ν. 2971/2001, αφού τέτοια αναλογία προϋποθέτει έλλειψη ρύθμισης για την κρίσιμη βιοτική περίπτωση, μολονότι η ρύθμισή της αξιώνεται από την έννομη τάξη. Έτσι, οι διατάξεις του άρθρου 37 εδ. α1 του Ν. 2971/2001, με τις οποίες οι ρυθμίσεις του άρθρου 33 του ίδιου νόμου επεκτάθηκαν και σε κηρυγμένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον όμως αυτές ήταν ακόμη τότε σε εξέλιξη και όχι ήδη συντελεσμένες, σκοπό είχαν να συμβάλλουν στη γρήγορη εκκαθάριση των σχετικών με το τεκμήριο ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών εκκρεμοτήτων, ορίζοντας προς το σκοπό αυτό, αμέσως ή κατά παραπομπή, ιδιαίτερα σύντομες προθεσμίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανατροπής του τεκμηρίου και κατ’ επέκταση για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αφού η έννοια της πλήρους αποζημίωσης, από την οποία εξαρτάται η συντέλεση αυτή για τη διάνοιξη, βελτίωση ή διαπλάτυνση εθνικής οδού, διαφοροποιείται ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι αντίστοιχης ωφέλειας για τους παρόδιους ιδιοκτήτες, δηλαδή ανάλογα με την ανατροπή ή όχι του σχετικού τεκμηρίου. Εξυπηρετείται, έτσι, τόσο το συμφέρον του υπόχρεου προς αποζημίωση, προκειμένου αυτός να έχει σε εύλογο χρόνο σαφή και οριστική αντίληψη του μεγέθους των υποχρεώσεών του όσο και το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου με τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του έργου που αυτή αφορά. Ο παραπάνω όμως σκοπός δεν συντρέχει για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχαν ήδη συντελεσθεί κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001, αφού ως προς αυτές ήταν πλέον δυνατή, χωρίς άλλο, η κατάληψη των ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν, η δε ανατροπή του τεκμηρίου ωφέλειας μέσα στις εξαιρετικά σύντομες προθεσμίες των άρθρων 33 και 37 εδ. α του ως άνω νόμου δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε συμφέρον. Αντίθετα υπερακοντίζει το σκοπό του νόμου η άποψη ότι καταλαμβάνονται από τις διαδικαστικές ρυθμίσεις του άρθρου 33 του Ν. 2971/2001 και οι συντελεσμένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, αφού καταλήγει σε δυσανάλογη επιβάρυνση του δικαιούχου της αποζημίωσης, αξιώνοντας από αυτόν, παρόλο που η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είχε τότε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, να ήταν σε ετοιμότητα προκειμένου να αντιλαμβανόταν έγκαιρα τη σχετική νομοθετική μεταβολή και να ενεργούσε σύμφωνα με αυτή για την ανατροπή του νόμιμου σε βάρος του τεκμηρίου ωφελείας, με στόχο την είσπραξη τελικά πλήρους της αποζημίωσής του. Συνεπώς, οι παραπάνω τελολογικές εκτιμήσεις δεν δικαιολογούν τη διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 37 του Ν. 2971/2001, ώστε οι διαδικαστικές ρυθμίσεις του άρθρου 33 του ίδιου νόμου να επεκταθούν και στις συντελεσμένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και αντίθετα πρέπει και εξ αντιδιαστολής να αποκλεισθεί στις αναγκαστικές αυτές απαλλοτριώσεις η επέκτασή τους (ΟλΑΠ 7/2013 ΝοΒ 2013/61.1559, ΑΤΙ 118/2021 αδημ, ΑΠ 465/2020 αδημ.).
Πλέον ροκύπτει ότι τα στοιχεία για την ωφέλεια ή μη του ακινήτου διευρύνονται και εκτός από την πρόσοψη επί της διανοιγόμενης οδού, που προέβλεπε ο Ν. 653/1977, ορίζονται (ενδεικτικά) και η δυνατότητα πρόσβασης του ακινήτου στο έργο, που περιλαμβάνεται στη ζώνη απαλλοτρίωσης, η δημιουργία επιπτώσεων στις χρήσεις του ακινήτου και η, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, αρτιότητα και οικοδομησιμότητα του ακινήτου. Για το ορισμένο της αιτήσεως άρσεως του ανωτέρω τεκμηρίου ωφέλειας, αρκεί, αλλά και απαιτείται η αναφορά στο δικόγραφο της ιδιότητας του αιτούντος ως κυρίου του απαλλοτριωμένου ακινήτου και των περιστατικών, εξαιτίας των οποίων το τμήμα του ακινήτου αυτού που απέμεινε από την απαλλοτρίωση, δεν ωφελείται από αυτήν, αλλά, αντιθέτως ζημιώνεται. Η ανωτέρω διαδικασία, προβλεπόμενη από το άρθρο 33 του Ν. 2971/2001 ισχύει στην περίπτωση της υποβολής αυτοτελούς, (χωριστής) αίτησης, για την ανατροπή (μόνον) του τεκμηρίου ωφέλειας ενώ, αντίθετα, στην περίπτωση της σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο του αιτήματος για την άρση του τεκμηρίου ωφέλειας με εκείνο του καθορισμού οριστικής αποζημίωσης για το αποζημιωτέο τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τα οποία (αιτήματα) ερευνώνται ενιαία από το Εφετείο, δεν εφαρμόζεται ούτε η ειδική διαδικασία, ούτε η προδικασία και οι προθεσμίες των ως άνω διατάξεων του Ν. 2971/2001 (ΑΠ 150/2018 αδημ, ΕφΑθ 524/2019 αδημ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Ν. 2882/ 2001, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 128 παρ. 2 Ν. 4070/2012 (ΦΕΚ Α’ 82/10.4.2012) και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, απαλλοτριώσεις (άρθρο 146 παρ. 9 του ίδιου νόμου): «εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κύρια ή αποδεδειγμένως υφιστάμενη δευτερεύουσα κατά προορισμό χρήση, μπορεί να προσδιορίζεται με την απόφαση καθορισμού της αποζημίωσης και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη και η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο. Για τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ιδίως, η κατάσταση του ακινήτου πριν και μετά την απαλλοτρίωση, η σημαντική επιδείνωση των γεωμετρικών στοιχείων και της οικονομικής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως αυτού, όπως επίσης ότι η ζημία του απομένοντος θα επέλθει μετά βεβαιότητας μετά την απότμηση του απαλλοτριούμενου τμήματος». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι για να είναι πλήρης η αποζημίωση, η οποία οφείλεται ως αντάλλαγμα για τη στέρηση της ιδιοκτησίας, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την αξία του απαλλοτριούμενου τμήματος του ακινήτου, αλλά και τη ζημία, την οποία υφίσταται ο ιδιοκτήτης επειδή το τμήμα που του απομένει, μετά την απαλλοτρίωση, γίνεται άχρηστο ή μειώνεται σημαντικά η αξία του (Ολ. ΑΠ 31/2005 αδημ, ΑΠ 1279/2015 αδημ). Στην περίπτωση δε που, λόγω απαλλοτριώσεως μέρους του ακινήτου, το απομένον τμήμα αυτού, που εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του ιδιοκτήτη, υφίσταται σημαντική υποτίμηση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, το αναγνωριζόμενο από την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Ν. 2882/2001 δικαίωμα αποζημιώσεως ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός της περιουσίας του ιδιοκτήτη, όταν η αποζημίωση καλύπτει όχι μόνο την εκ της απομειώσεως της εκτάσεως του όλου ακινήτου ζημία, αλλά και εκείνη που επήλθε από την εκτέλεση του έργου, για το οποίο κηρύχτηκε η απαλλοτρίωση του μέρους του ακινήτου. Διότι, άλλως, κατά την τελευταία αυτή ζημία το παραμένον στον ιδιοκτήτη μέρος του ακινήτου του και, επομένως, η περιουσία του θα παρέμενε χωρίς αποκατάσταση (Ολ. ΑΠ 31/2005 αδημ, ΑΠ 318/2016 αδημ, ΑΠ 926/2015 αδημ, ΑΠ 1020/ 2015 αδημ). Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία το τμήμα που απομένει υφίσταται σημαντική μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο, ο ιδιοκτήτης του δικαιούται να ζητήσει τον καθορισμό και την παροχή ιδιαίτερης αποζημίωσης, είτε κατά τη δίκη του προσωρινού καθορισμού, είτε κατ` αυτήν του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, για το τμήμα που απαλλοτριώθηκε. Η μείωση της αξίας του τμήματος που απομένει, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι η ανέφικτη κατά προορισμό εκμετάλλευσή του ανεξάρτητα από την έκτασή του, αφού ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση και είναι δυνατό να οφείλεται στο ότι αυτό κατέστη μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο ή ως υπόλοιπο αγρού, απέμεινε λωρίδα εδάφους μη εκμεταλλεύσιμη ή η εκμετάλλευσή του λόγω της εκτάσεως του ή και του σχήματός του θα είναι πια αντιοικονομική, γιατί θα απαιτεί αυξημένες δαπάνες ή θα είναι ασύμφορη (ΑΠ 427/2016 αδημ.), ενώ αν η κύρια κατά προορισμό χρήση του απαλλοτριούμενού ακινήτου συνίσταται στην αγροτική εκμετάλλευση, η παραδοχή και περί μείωσης της αξίας για το εναπομείναν τμήμα, λόγω απώλειας της οικοδομησιμότητάς του, δεν προσδίδει αντιφατικότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι η κατά κύριο προορισμό αγροτική χρήση του επίδικου απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν αναιρεί την κατά δεύτερο προορισμό οικοδομησιμότητά του (ΑΠ 318/2016 αδημ.). Ενόψει τούτων, όταν η απαλλοτρίωση περιορίζεται σε τμήμα μόνο του ίδιου ακινήτου με συνέπεια να καταστεί το υπόλοιπο μειωμένης αξίας ή άχρηστο, παρέχεται το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη του τμήματος που απομένει (εδάφους ή κτίσματος), το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του, να ζητήσει με αίτησή του, τον καθορισμό και την παροχή ιδιαίτερης αποζημίωσης για το εναπομείναν του απαλλοτριωθέντος, το οποίο έτσι κατέστη μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο ή μειώθηκε η οικοδομησιμότητά του (απομένοντος), διότι, δεν υπάρχει δυνατότητα οικοδομήσεως τόσων τετραγωνικών μέτρων όσων πριν την απαλλοτρίωση, κατά το μέρος που δεν έχει εξαντληθεί ο συντελεστής δομήσεως (ΑΠ 1064/2007 αδημ.). Έτσι, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 13 εδ. 2 του Ν. 2882/2001 με εκείνη του άρθρου 1 του Π.Δ/τος 24.5.1985, που καθορίζει τους όρους δόμησης για τα εκτός σχεδίου πόλεως ακίνητα, προκύπτει ότι για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων αυτών αναγκαίο στοιχείο είναι και αν το απαλλοτριωμένο ακίνητο είχε πριν από την απαλλοτρίωση ως δευτερεύοντα έστω προορισμό την ανοικοδόμηση και πληρούσε τους επιτρεπόμενους όρους δόμησης και αν ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση (ΑΠ 155/2005 αδημ). Ως κριτήριο, δηλαδή, διαφοροποίησης και στοιχείο αξιολόγησης αποτελεί επί αγροτικού ακινήτου εκτός σχεδίου πόλεως, η κατά προορισμό κύρια χρήση του ήτοι, αν τούτο είναι γόνιμο ή άγονο, ξερικό ή ποτιστικό, φυτεία ή χέρσο και κατέστη παράγωνο ή ως υπόλοιπο αγρού απέμεινε λωρίδα εδάφους μη εκμεταλλεύσιμη ή η εκμετάλλευσή του λόγω της εκτάσεώς του ή και του σχήματός του θα είναι πια αντιοικονομική, γιατί θα απαιτεί αυξημένες δαπάνες ή θα είναι ασύμφορη, αλλά και η δευτερεύουσα χρήση της ανοικοδόμησης, συντρεχουσών των ως άνω προϋποθέσεων και προκειμένου περί αστικού, αν το απαλλοτριούμενο είναι εντός ή εκτός σχεδίου, εντός ή εκτός ζώνης, ποιοι σε κάθε περίπτωση οι όροι δόμησης, τα ποσοστά κάλυψης και αντιπαροχής και ο συντελεστής εμπορικότητας, σε σχέση όμως με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται το ακίνητο (ΑΠ 96/2015 αδημ., ΑΠ 1468/2013 αδημ., ΕφΛαρ 21/2017 αδημ.).
Εξάλλου, για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης, κατά την παραπάνω διάταξη, αν το ακίνητο, τμήμα του οποίου απαλλοτριώθηκε, είχε πριν από την απαλλοτρίωση, έστω και δευτερευόντως, ως προορισμό την οικοδόμηση, πρέπει, για την ευδοκίμηση του σχετικού αιτήματος για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης λόγω μείωσης της αξίας του τμήματος αυτού που απομένει, να αποδεικνύεται, σωρευτικά, ότι το εν λόγω ακίνητο πληρούσε, κατά τις διατάξεις που ισχύουν, τους όρους δόμησης κατά κανόνα ή κατά παρέκκλιση και ότι το τμήμα αυτού που απομένει, μετά την απαλλοτρίωση, δεν είναι πλέον άρτιο ούτε κατά παρέκκλιση ή είναι μεν άρτιο αλλά όχι οικοδομήσιμο και για ακίνητο που προοριζόταν για αγροτική εκμετάλλευση με καλλιέργεια, πρέπει ο αϊτών να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι δεν μπορεί πλέον ή δεν συμφέρει να καλλιεργηθεί για αγροτική εκμετάλλευση ή ότι μειώνεται η αξία του για κάποιο άλλο λόγο και το λόγο για τον οποίο μειώνεται η αξία του (ΑΠ 205/2017 αδημ.). Υφίσταται δε μείωση της αξίας του τμήματος του ακινήτου που απομένει μετά την απαλλοτρίωση και όταν χάνει την οικοδομησιμότητά του, την οποία είχε το όλο ακίνητο προ της απαλλοτρίωση